28η Οκτωβρίου – Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
Αρχή του πολέμου
27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 πρωί. Ο μικρός Πέτρος άνοιξε τα μάτια του. Πάνω από το κρεβάτι του είναι η μαμά και η Αντιγόνη, ντυμένη με την καινούρια της ποδιά και δυο μπλε φιογκάκια στο κεφάλι, ένα σε κάθε μεριά, στην ίδια απόσταση από τη χωρίστρα. Ο Πέτρος ανακάθεται βιαστικά. Άργησε, φαίνεται, να ξυπνήσει για το σχολείο. Μα να που η μαμά είναι τρομαγμένη.
– Σήκω, του λέει, να είσαι ντυμένος, έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;
Ο Πέτρος και η Αντιγόνη κρεμάστηκαν στο παράθυρο. Η μαμά πήρε κάτι σακούλια κι έφυγε βιαστικά. «Πάω στον μπακάλη. Αν περάσει ο θείος σας, πείτε έφτασα αμέσως.» Ο μπαμπάς έβαλε το καπέλο του. «Εγώ, μια φορά, θα πάω να δω τι γίνεται στη δουλειά.» Ο παππούς κοιτούσε κι αυτός στο δρόμο από το άλλο παράθυρο και μουρμούριζε. Κάτω στο δρόμο ακούγονταν τραγούδια και εμβατήρια. Περνούσανε φορτηγά γεμάτα στρατιώτες που πετούσανε τα δίκοχά τους στον αέρα και φώναζαν: «ΟΧΙ, Όχι στους Ιταλούς που ρίχτηκαν στα καλά καθούμενα να φάνε την Ελλάδα».
Οι στρατιώτες περνούσαν κάτω από τα παράθυρα και τραγουδούσαν. Ο Πέτρος τους φανταζότανε να ορμούν με τα ξίφη και να νικούν τους βάρβαρους. Ο Πέτρος φανταζότανε τον πόλεμο σαν κάτι φριχτό. Να όμως που δεν ήταν έτσι. Έμοιαζε σαν γιορτή, σαν πανηγύρι. Κι αν δεν ήτανε οι σειρήνες πουούρλιαζαν κάθε τόσο, θα μπορούσε να χαρεί που δεν είχε σχολείο δευτεριάτικα.
Η μαμά γύρισε με άδεια σακούλια από τον μπακάλη. Γινότανε, λέει, σκοτωμός. Δεν μπορούσε να περιμένει, γιατί φοβότανε μην έρθει ο θείος Άγγελος που θα βιαζότανε να πάει να παρουσιαστεί.
Γύρισε κι ο μπαμπάς από το γραφείο που το βρήκε κλειστό. Δεν είναι ψυχή, είπε ο μπαμπάς τόσο λυπημένα, που ο Πέτρος απόρησε. Γιατί να λυπάται τόσο, αφού θα ‘χει κι αυτός ελεύθερη τη Δευτέρα του.
Από την πόρτα του δρόμου μπαίνει κάποιος αξιωματικός. Ο θείος Άγγελος. Ο Πέτρος λίγο έλειψε να μην τον γνωρίσει. «Ανθυπίατρος», έτσι λέγεται. Έχει διακριτικό στις δύο άκρες του γιακά του μια βυσσινιά λωρίδα. Τι ωραίος που είναι ο θείος Άγγελος με τη στολή! Η μαμά κι ο παππούς κλαίνε που τον βλέπουν.
Εκείνος γελάει όπως τις Κυριακές που έτρωγε μαζί τους και τον παρακαλούσανε να μείνει λίγο παραπάνω μετά το φαγητό. Βιάζεται να φύγει κι αγκαλιάζει πρώτα τον παππού. Του παππού τα χέρια τρέμουνε. Η μαμά βάζει τα κλάματα. Ο Πέτρος συλλογιέται πως η οικογένειά του δεν έχει καθόλου ηρωισμό. Συλλογιέται τη μέρα που θα γυρίσει ο θείος Άγγελος νικητής. Πόσα θα ‘χει να τους λέει. Θα τον κρατούν πολλή ώρα τις Κυριακές για να τους αφηγείται τις ιστορίες.
Στους δρόμους τα αυτοκίνητα κουβαλούσανε τους στρατιώτες. Κρεμόντουσαν σαν τσαμπιά σταφύλια από το τραμ και τα φορτηγά και φωνάζανε: ΟΧΙ, ΟΧΙ»
Κι όμως, ό,τι και να πεις, άλλαξαν πάρα πολλά από τότε που άρχισε ο πόλεμος. Η μαμά ήτανε πάντα λυπημένη τώρα τελευταία, δε χαιρότανε ούτε με τις μεγάλες νίκες. Ούτε σαν έπεσε το Τεπελένι, που κι ο παππούς ακόμα βγήκε με μια σημαιούλα στο μπαλκόνι και τραγουδούσε.
Ο Πέτρος δεν καταλαβαίνει, γιατί δε χαίρεται η μαμά. Θαρρείς και δεν είναι Ελληνίδα. Τόσες νίκες, τόση δόξα! Αχ, πότε πια θα γυρίσει αυτός ο θείος Άγγελος να τα διηγηθεί όλα. Η Ρίτα και η Αντιγόνη πλέκουνε συνέχεια κάλτσες για το στρατό, κι όταν μιλάνε για τους στρατιώτες, λένε: «Οι ήρωές μας». Ο παππούς τούς λέει: «Οι λεβέντες μας».
Κι ο μπαμπάς δε μιλάει πολύ, κυρίως από τότε που δεν έχει πια τη δουλειά του και είναι σχεδόν όλη τη μέρα στο σπίτι, γιατί έκλεισε το μαγαζί στο οποίο δούλευε λόγω του πολέμου. Όμως κάποιες φορές κι ο μπαμπάς, παρατάει τις καρτέλες του και καρφώνει σημαιάκια σ’ ένα μεγάλο χάρτη που κρέμασε στον τοίχο, σημειώνοντας κάθε πόλη που μπαίνει ο ελληνικός στρατός.
Μόνο η μαμά έχει παραξενέψει και δεν τη νοιάζει για τις νίκες. Όλα τα βλέπει στενάχωρα. Ανταλλάσσει συνεχώς κοσμήματα και δαχτυλίδια για έναν τενεκέ λάδι ή για λίγο αλεύρι. Ακόμα και τα γράμματα που στέλνει ο θείος Άγγελος εκείνη τα ερμηνεύει αλλιώτικα απ’ όλους τους άλλους. Στο τελευταίο που τους έστειλε από «κάπου στο μέτωπο», έγραφε: «Μου γράφετε πως στην Αθήνα έχει λιακάδες, εδώ έχει κρύο και χιόνια… μ’ ενοχλεί το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μου…». Η μαμά έλεγε και ξανάλεγε κλαίγοντας ότι ανησυχούσε μήπως ο θείος Άγγελος έπαθε κρυοπάγημα. Οι γυναίκες που στέκονται στην ουρά στον μπακάλη λέγανε πως φτάνουνε κάθε μέρα από το μέτωπο πλήθος τραυματίες με κρυοπαγήματα.
Ο Πέτρος συλλογίστηκε πως, από τότε που άρχισε ο πόλεμος, η μαμά κι ο μπαμπάς μιλάνε ο ένας στον άλλον απότομα, θυμωμένα, κι η μαμά, κυρίως, είναι όλο έτοιμη για καβγά και άλλοτε καβγάδιζε για έναν τενεκέ λάδι και άλλοτε απελπιζότανε, γιατί τα φασόλια που της έδωσαν ήτανε γεμάτα μαμούνια.
Αχ, να μην ήτανε τόσο μικρός ο Πέτρος, να μην ήτανε μονάχα εννιά χρονών. Να μπορούσε να ‘λεγε: «Εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ, η πατρίδα όμως μένει» Ποιος όμως τον λογάριαζε; Καλά που ήταν τουλάχιστον ο θείος Άγγελος στο μέτωπο. Και σαν τέλειωνε ο πόλεμος και θα γύριζαν οι νικητές στην Αθήνα, θα μπορούσε και η οικογένειά του να περιμένει τον ήρωά της. Σα θα ξανάνοιγαν τα σχολεία, θα μάθαινε στην Ιστορία τους ήρωες του σημερινού πολέμου, θα μιλούσανε και για το θείο Άγγελο και θα κρεμούσαν τη φωτογραφία του πλάι στον Κολοκοτρώνη και στο Μάρκο Μπότσαρη. Η μαμά τι θα ‘κανε τότε, όταν η πόλη θα κολυμπούσε στις σημαίες και στα λάβαρα και όταν απ’ άκρη σ’ άκρη θα χτυπούσαν όλες μαζί οι καμπάνες για τη μεγάλη, την τελική νίκη;
———————————————————————-
Η Γερμανική κατοχή
Ήτανε Κυριακή, μα με τον πόλεμο οι μέρες δεν ξεχώριζαν η μια από την άλλη. Τι Κυριακή – τι Τρίτη; Τι καθημερινή – τι αργία; Δεν είχε πια κανένα ξέχωρο γούστο. Έχει κι ένα καλό το να πηγαίνεις σχολείο, συλλογίστηκε ο Πέτρος. Καταλαβαίνεις την Κυριακή σαν μια ξέχωρη μέρα, που την περιμένεις ανυπόμονα. Τώρα, αν δεν την είχε το ημερολόγιο με κόκκινα γράμματα, ούτε θα την έπαιρνες είδηση πότε έφτασε. Κάθε πρωί, όποιος πρωτοξυπνούσε έτρεχε να προλάβει να κόψει το φύλλο από το ημερολόγιο. Ο Πέτρος εκείνο το πρωί βιάστηκε να ξεκολλήσει το φύλλο. ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941
Από την τραπεζαρία ακούστηκε η τρομαγμένη φωνή της μαμάς:
– Ακούτε;
Η Αντιγόνη έτρεξε στο παράθυρο κι αφουγκράστηκε το δρόμο.
– Σαν αλυσίδες από τανκς, είπε ψιθυριστά.
– Μπήκανε οι Γερμανοί, ξεφώνισε ο Πέτρος, κι έτρεξε κι αυτός στο παράθυρο κι έκανε ν’ ανοίξει τα παντζούρια.
– Μη, ακούστηκε η κραυγή της μαμάς, τα παντζούρια θα μείνουν κλειστά.
Στριμώχτηκαν και κοίταζαν μέσα από τις κουφωτές γρίλιες. Έξω ερημιά. Κλειστά τα παραθυρόφυλλα και τα ρολά των μαγαζιών κατεβασμένα. Το ‘νιωθες μονάχα πως πίσω από κάθε γρίλια κοίταζαν κι άλλοι, σαν κι αυτούς, με διάπλατα μάτια.
Όλοι στο σπίτι είναι βουβοί, λες κι ο εχθρός παραμονεύει κάπου σ’ όλες τις γωνιές. Ο πατέρας ξεκρέμασε το χάρτη με τα σημαιάκια και τον έσκισε μικρά κομματάκια. Το ραδιόφωνο βουβάθηκε κι αυτό και δε μεταδίδει τίποτα. Έτσι, που δε μιλάει κανένας τους, είναι σαν να ‘χουμε κανένα βαριά άρρωστο στο σπίτι.
Οι μεγάλοι κλαίγανε πρωί-βράδυ και δεν τολμούσε κανείς να προφέρει το όνομα του θείου Αγγέλου, γιατί τότε τα χέρια του παππού τρέμανε σαν να ‘τανε εκατό χρονών. Ούτε κι ο μπαμπάς του Σωτήρη είχε γυρίσει. Κι εμείς για τρίτη συνεχόμενη μέρα τρώγαμε φακές! Κάθε φορά που τις ξαναζεσταίνει η μαμά προσθέτει νερό και γίνονται όλο και πιο άνοστες. Ο Πέτρος άκουσε στη σκάλα βήματα που ανέβαιναν κι έσκυψε να δει. Ανέβαινε ένας Έλληνας στρατιώτης με κουρελιασμένη στολή, με γένια και με τα μάτια κατακόκκινα λες και στάζανε αίμα. Ήταν ο θείος Άγγελος. Πού ήταν τα παράσημα, οι φρεσκογυαλισμένες μπότες που μύριζαν βερνίκι, το άσπρο άλογο, το σπαθί που θ’ αστραφτοκοπούσε, οι νίκες και τα κατορθώματα κι οι ηρωισμοί; Αυτά περίμενε ο Πέτρος με το γυρισμό του θείου Αγγέλου.
Αντί για όλα αυτά, στο ντιβάνι του παππού κάθεται ένας αδύνατος άντρας με ρουφηγμένα μάγουλα, με βαθουλωμένα κόκκινα μάτια, που φοράει την πιτζάμα του μπαμπά και κολυμπάει μέσα της. Ο άντρας αυτός είναι ο θείος Άγγελος, η μόνη ελπίδα της οικογένειας να ‘χει κι αυτή τον ήρωά της. Είναι κείνος που θα γύριζε από το μέτωπο με παράσημα και πλάκα τα γαλόνια και θα ‘μπαινε στην Αθήνα καβάλα στο άλογο, εκείνος που θα διηγιότανε πώς κατέλαβαν το τάδε ύψωμα με θούρια, πώς κείνοι που πληγώνονταν έπεφταν πάνω στην ασπίδα τους – λάθος, δεν έχουμε τώρα ασπίδες – έπεφταν πλάι στο τουφέκι τους και ξεψυχούσαν φωνάζοντας «μολών λαβέ», κι οι γελοίοι Ιταλοί, οι κοκορόφτεροι, που τρέμανε το κρύο και τα χιόνια και τους φαντάρους μας, φεύγανε τρέχοντας να σωθούν, ρίχνοντας τα όπλα τους.
Τι θα ‘χει να πει ο Πέτρος αύριο στο Σωτήρη που περιμένει πώς και τι ν’ ακούσει τους άθλους του Θείου Αγγέλου; Αυτός μιλούσε όλο για τα μάλλινα που δε φτάνανε ποτέ στην πρώτη γραμμή, για τις αρβύλες που έμπαζαν νερά και για κρυοπαγήματα και κομμένα πόδια. Δεν είπε «μας θέριζαν τα βόλια», αλλά «μας θέριζαν οι χιονίστρες και το κρύο». Κι όμως τους Ιταλούς τους νικήσαμε!
Ο Πέτρος θα ‘λεγε στο Σωτήρη πως δεν τους διηγήθηκε τίποτα, γιατί ήτανε κουρασμένος, ή θα βγάλει ο ίδιος από το μυαλό του μια ιστορία. Πως γύρισε ο θείος πάνω σε άλογο και τους διηγήθηκε πώς στριφογύριζε το σπαθί του κι οι Ιταλοί το σκάγανε σαν λαγοί. Δε χρειάστηκε όμως να πει το ψέμα του. Την άλλη μέρα οι δρόμοι είχανε γεμίσει κουρελιάρηδες στρατιώτες, που ζητούσανε παλιά ρούχα και λίγο φαγητό. Ο μπαμπάς του Σωτήρη δε γύρισε ποτέ, ούτε καν κουρελής ή σακάτης.
Ο θείος Άγγελος έγινε αλλιώτικος από τότε που επέστρεψε από το μέτωπο. Δε γελούσε πια, δεν έκανε αστεία. Δεν τον χωρούσε ο τόπος, θαρρείς και φταίει αυτός που έσπασε το μέτωπο. Δεν ερχότανε πια τα βράδια. Μια Κυριακή είχε πει πως η μάχη θα κριθεί στην Αίγυπτο. Η Αίγυπτος ήταν μια δρασκελιά από την Κρήτη… Στην Κρήτη πάει, τέλειωσαν όλα. Με τις πέτρες τους πολεμούσανε οι Κρητικοί, έλεγε με πείσμα ο θείος Άγγελος. Ολόκληρο μήνα λύσσαξαν οι Γερμανοί να την καταλάβουν με τους αλεξιπτωτιστές τους.
Μια Κυριακή ο θείος Άγγελος δεν ήρθε στο σπίτι, όπως το συνήθιζε. Έστειλε μόνο ένα γράμμα όπου έγραφε: «Στέλνω χαιρετίσματα σε όλους και την αγάπη μου. Και να πείτε στον Πέτρο να μην ξεχνά πως πάνω από όλες τις αγάπες είναι η πατρίδα. Εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ, η πατρίδα όμως μένει».
Δε χρειάστηκε να μιλήσουν. Όλοι τους κατάλαβαν αμέσως πως ο θείος Άγγελος είχε πάει στην Αίγυπτο για να συνεχίσει να πολεμά τους Γερμανούς.
——————————————————-
Η υποστολή της ναζιστικής σημαίας από την ακρόπολη.
Ένα πρωινό στο δρόμο ακούστηκαν βήματα που έτρεχαν, κι ο Πέτρος βγήκε από τα χορτάρια και κρεμάστηκε στα κάγκελα του κήπου. Είδε το Σωτήρη να τρέχει μαζί με πολύ κόσμο και τον φώναξε.
– Σε γύρευα, του είπε κείνος, μόλις τον είδε. Πάμε στο λοφάκι να δούμε. Λένε πως κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη.
– Ποιοι;
– Κάποιοι άγνωστοι. Έμεινε το κοντάρι σκέτο.
– Περίμενε, λέει ο Πέτρος.
Το λοφάκι ήτανε γεμάτο κόσμο, που κοίταζε κατά την Ακρόπολη. Το κοντάρι έστεκε γυμνό, σαν κατάρτι στη μέση του ουρανού. Πρώτη φορά που λυπήθηκε ο Πέτρος, που δεν έχει πάει ποτέ του στην Ακρόπολη. Ποιος να σκαρφάλωσε εκεί πάνω και να την κατέβασε τη σημαία! Μόνο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, τον Οκτώβρη του 1944, μαθεύτηκε πως τη χιτλερική σημαία την κατέβασαν ο Μανόλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, που ήτανε κείνη την εποχή δεκαοχτώ χρονών. Οι Γερμανοί λύσσαξαν. Ώσπου να βραδιάσει, οι τοίχοι των σπιτιών, οι μάντρες, ακόμα και οι στύλοι του ηλεκτρικού, είχανε γεμίσει προκηρύξεις των Γερμανών. Από σήμερα, η κυκλοφορία επιτρεπόταν μόνο ως τις έντεκα το βράδυ. Όποιος κυκλοφορήσει μετά τις έντεκα θα πυροβολείται. Όποιος κρύψει αυτούς που κατέβασαν τη σημαία θα εκτελείται. Κι όπου τον έβρισκαν αυτόν που την κατέβασε θα τον σκότωναν.
——————————————————-
Ο θάνατος της Δροσούλας
Οι διαδηλώσεις στην κατεχόμενη Αθήνα συνεχίζονταν. Παράξενα που ήτανε εκείνη την ημέρα στο δρόμο. Λες κι όλη η Αθήνα κρατούσε την ανάσα της, σαν να περίμενε κάτι. Όπου κι αν γυρίσεις να δεις, Ιταλοί και Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες. Αυτοί ήταν οι Έλληνες φασίστες που συνεργάζονταν με τους κατακτητές και τους υπηρετούσαν. Πού βρέθηκαν, ξαφνικά, τόσοι πολλοί; Ο Αχιλλέας τους οδηγούσε μέσα από τα σοκάκια για να φτάσουνε στο μέρος που θα γινόταν η μεγάλη συγκέντρωση. Σε κάθε γωνιά που στρίβουν πληθαίνουν. Δεν είναι πια μονάχα η παρέα τους που προχωρεί. Σαν έφτασαν στη μεγάλη λεωφόρο σμίξανε σε μια θάλασσα από κόσμο. Τα κορίτσια ξεδιπλώνουν τα πλακάτ που έχουν κρυμμένα κάτω από τα πανωφόρια τους.
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ
ΚΑΤΩ ΟΙ ΚΑΤΑΧΤΗΤΕΣ
Τραγουδούν ένα τραγούδι, που φλογίζει τις καρδιές. Οι Ιταλοί καταφτάνουν τρέχοντας από παντού όλο και περισσότεροι και φάνηκαν και οι Γερμανοί πάνω σε μοτοσικλέτες και οι Ταγματασφαλίτες πάνω σε ταράτσες.
– Κοντά, κοντά ο ένας στον άλλο, φωνάζει κάθε τόσο ο Αχιλλέας!
Η Δροσούλα δεν αφήνει το χέρι του Πέτρου. Μόλις εκείνος κάνει να το τραβήξει λίγο, του το σφίγγει και το κρατάει πιο σφιχτά. Μια στιγμή ακούγεται ένας πυροβολισμός στον αέρα, κι ύστερα φωνές:
-«Μας Χτυπάνε! Μας Χτυπάνε!».
Η ανθρωποθάλασσα ταρακουνιέται. Ταρακουνιούνται κι οι φορτωμένες νεραντζιές, που είναι πλάι στη λεωφόρο. Κάποιοι ανέβηκαν πάνω στα δέντρα, κόβουν νεράντζια και τα πετάνε κάτω. Οι φωνές τώρα έχουν γίνει μεγάλη βουή, όπου δεν ξεχωρίζεις τίποτα. Η Δροσούλα θαρρείς το ‘νιωσε, του σφίγγει ακόμα πιο δυνατά το χέρι. Τα νεράντζια είναι άγουρα και σκληρά σαν πέτρες. Ο κόσμος σκύβει και τα μαζεύει. Η Δροσούλα έχει τώρα αφήσει το χέρι του Πέτρου, σκύβει κι εκείνη και μαζεύει. Μαζεύει κι ο Πέτρος όσα προφτάσει και τα χώνει στον κόρφο του. Η ζώνη που σφίγγει το πουλόβερ του Πέτρου δεν αφήνει να πέσουν.
Ακούγεται άλλος ένας πυροβολισμός, μα τώρα ο κόσμος απαντάει με νεράντζια, που πέφτουν βροχή στα κεφάλια των στρατιωτών. Ο Πέτρος σηκώνεται στις μύτες των ποδιών, για να φτάσει να πετάξει πάνω από τα κεφάλια του κόσμου τα νεράντζια .
– Χτύπησαν ένα κορίτσι, ακούγεται από κάπου μια γυναικεία φωνή.
…Χάμω στην άσφαλτο είναι πεσμένη η Δροσούλα. Τα μαλλιά της έχουν ξεχυθεί γύρω στο κεφάλι της. Απάνω στο πορτοκαλί πουλόβερ της ένας μεγάλος σκούρος λεκές. Ο Αχιλλέας και ο Γιάννης γονατισμένοι πλάι της. Κάτι φωνάζουν. Δεν ακούει ο Πέτρος. Κάτι φωνάζει κι η Αντιγόνη, μα πάλι δεν ακούει. Βλέπει τα στόματα που ανοιγοκλείνουν, μα ήχος δε φτάνει στ’ αυτιά του. Έβλεπε μόνο τα χείλια των ανθρώπων να κουνιούνται.
Η Αντιγόνη τώρα βγάζει το παλτό της και σκεπάζει τη Δροσούλα. Κάποιο ρολό, ενός μαγαζιού, σηκώνεται και τους παίρνουν μέσα. Το μαγαζί είναι βιβλιοπωλείο. Στη μέση ένας μεγάλος πάγκος με βιβλία. Ακουμπούν τη Δροσούλα πάνω στα βιβλία. Η Αντιγόνη και η Ρίτα είναι αγκαλιασμένες και κλαίνε με αναφιλητά. Έξω χαλάει ο κόσμος, πυροβολισμοί, πέτρες, τραγούδια. ΛΕΥΤΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ φώναζε πριν λίγο η Δροσούλα. Τώρα που την έβλεπε ο Πέτρος έτσι ακίνητη πάνω στον πάγκο?? δεν ήξερε αλήθεια ??. Αυτό που έβλεπε ήταν ΘΑΝΑΤΟΣ ή ΛΕΥΤΕΡΙΑ;
—————————————————————
«Δάμων και Φιντίας» (συσσίτιο)
Στου Πέτρου το σχολείο, στο άδειο γκαράζ, άρχισαν πάλι τα μαθήματα και τώρα δεν απουσιάζει σχεδόν κανένα παιδί, γιατί αν λείψει, χάνει το συσσίτιο. Κάθε μεσημέρι καταφτάνει ένα κάρο και ξεφορτώνει το Δάμονα και το Φιντία. Ο Δάμων και ο Φιντίας είναι δύο καζάνια μαύρα σαν πίσσα που αχνίζουν ? Την πρώτη μέρα που τα περίμεναν κανένα παιδί δεν είχε νου για μάθημα κι ο κύριος Λουκάτος άρχισε να τους διαβάζει κάτι ιστορίες από ένα βιβλίο.
«? Στα παλιά τα χρόνια, στην Αρχαία Αθήνα υπήρχανε δύο αχώριστοι φίλοι. Ο Δάμων κι ο Φιντίας ?»
– Έρχονται! Έρχονται! ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα από την άκρη της τάξης.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που παραμόνευε από τη χαραμάδα της μεγάλης πόρτας και είδε να καταφθάνουν όχι βέβαια ο Δάμων και ο Φιντίας, αλλά τα καζάνια με το συσσίτιο. Και έτσι τους έμεινε το όνομα.
Όλα τα παιδιά βάλανε τα γέλια και πετάχτηκαν από τη θέση τους. Ο κύριος Λουκάτος πήγε αργά και σοβαρά κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έξω στεκότανε ένα κάρο φορτωμένο με τα καζάνια. Γύρω είχε μαζευτεί κόσμος. Έτσι όπως μαζεύεται πάντα στη γειτονιά άμα γίνεται κάτι. Δε μιλούσανε, δε λαλούσανε. Μονάχα μια γυναίκα σήκωσε τα δυο της χέρια ψηλά και φώναξε:
-Αχ, τα παιδάκια μας θα φάνε!
Κάτι άνθρωποι ξεφόρτωσαν τα καζάνια, τα βάλανε μέσα στο σχολείο κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και τους είπε με ύφος επίσημο, λες κι έβγαζε λόγο για την εθνική γιορτή:
-Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο.
Βρόντηξαν τα τενεκεδάκια, σίγησαν ξανά κι ο κύριος Λουκάτος έδινε τα παραγγέλματα, όπως στην παρέλαση: «Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω, οι άλλοι στη μέση. Μη θορυβείτε ?».
Ο Σωτήρης και ο Πέτρος στεκόντανε στη μέση. Κοιτάνε, όσο να φτάσει η σειρά τους, τις μεγάλες σιδερένιες κουτάλες που βυθίζονται στα καζάνια, χάνονται για λίγο κι ύστερα ξανασηκώνονται βαριές ? βαριές και αχνιστές κι αδειάζουν μέσα σε κάθε τενεκεδάκι μια πηχτουλή σούπα. Τα μικρά είναι τυχερά, που είναι μπροστά, πήραν κιόλας το συσσίτιό τους και φεύγουν γλείφοντας τις σταγόνες που έχουν περιχυθεί έξω από το τενεκεδάκι. Οι καλοντυμένες κυρίες έχουν στα χέρια τους κάτι χαρτιά, που πάνω είναι ζωγραφισμένος ο ερυθρός σταυρός.
Φτάνει και η σειρά του Πέτρου. Το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ βύθισε την κουτάλα στο καζάνι, τη σηκώνει και την αδειάζει μέσα στο τενεκεδάκι του. Το τενεκεδάκι είναι άδειο κουτί από φυτίνη, κίτρινο με μαύρα γράμματα. Το κουτί βάρυνε, του ζεματάει σχεδόν τα χέρια. Το κορίτσι με το μαύρο πουλόβερ του χαμογελάει.
-Ευχαριστώ, μουρμουρίζει ο Πέτρος.
-Να κι ένας που είπε ευχαριστώ, σκάει στα γέλια η κοπέλα και του βάζει γρήγορα ? γρήγορα ακόμη μισή κουταλιά. [?]
Ο Πέτρος πήρε μόνος του το δρόμο για το σπίτι. [?] περπατάει και κρατάει στα χέρια του το τενεκεδάκι της φυτίνης. Η καυτή σούπα τον ζεσταίνει. Είναι πηχτουλή και αν δε ζεματούσε τόσο πολύ, θα έπινε μια ρουφηξιά να δοκίμαζε τη γεύση της, μα πάλι καλύτερα που καίει, γιατί με την πείνα που έχει, η μια ρουφηξιά θα έφερνε την άλλη και θα κινδύνευε το κουτί της φυτίνης να μείνει άδειο. Έφτασε στο σπίτι κι ακούμπησε το τενεκεδάκι στο τραπέζι.
-Έφερα το συσσίτιο, είπε περήφανα, λες και είχε βγει πρώτος στην τάξη.
Η μαμά πήγε κοντά, έκανε το σταυρό της κι έσκυψε και φίλησε το κίτρινο κουτί με τα μαύρα γράμματα λες και ήτανε εικόνισμα.
——————————————————————-
Μαύρη αγορά
Ο φούρναρης είχε γίνει στ’ αλήθεια ο τσάρος της γειτονιάς, γιατί το αλεύρι είχε καταντήσει πιο πολύτιμο και από τους θησαυρούς του τσάρου. Πού το ‘βρισκε; Άλλοι λέγανε πως συνεργαζότανε με τους Ιταλούς, άλλοι με τους Γερμανούς… Ζύμωνε κάτι γκριζωπά στρογγυλά ψωμιά και τα πουλούσε κρυφά, μια χρυσή λίρα το καρβέλι. Στη γειτονιά του Πέτρου, κανένας δεν είχε χρυσές λίρες, κι ο ίδιος ο Πέτρος δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του καμιά.
Όλοι ξεπουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν κι ο φούρναρης τ’ αγόραζε όλα για τις κόρες του. Η μεγαλύτερη, η Μούρα, φορούσε το βαφτιστικό σταυρό της Αντιγόνης, κι ας έγραφε απάνω με μεγάλα βυζαντινά γράμματα: ΑΝΤΙΓΟΝΗ. Τον είχε χαρίσει στην αδερφή του η νονά της. Ο φούρναρης πήρε το χρυσό σταυρό και δεν τους έδωσε λεφτά, αλλά ένα σακούλι με γκριζωπό αλεύρι, που το ‘κανε η μαμά τηγανίτες και το τηγάνιζε μ’ ένα σκούρο καφεδί λάδι, που σου ‘καιγε το λαιμό. Χόρταινε όμως! Η μαμά πούλησε και τη βέρα της και πήγε στο σιδερά να της την κόψει, γιατί έτσι όπως είχανε πρηστεί τα χέρια της από τις χιονίστρες δεν μπορούσε να τη βγάλει. Κανένας δε χώνευε τους φουρνάρηδες στη γειτονιά, μα όλοι τούς χαμογελούσανε, όταν στήνονταν στην ουρά στην πίσω πόρτα του φούρνου φέρνοντας κάποιο κόσμημα, κάποιο έπιπλο ή οτιδήποτε άλλο για να το ανταλλάξουν με αυτό το γκριζωπό αλεύρι, που πολλές φορές ήτανε γεμάτο μαμούνια.
———————————————————
Το μπλόκο.
Ο Πέτρος πήγε στο φαναρτζίδικο που βρισκότανε στην πλατεία, στη γωνιά ενός δρόμου. Πρόλαβε την ώρα που ετοιμαζότανε να κλείσει. Ο φαναρτζής τού έδωσε το αγγλικό κλειδί που του ζήτησε ο παππούς του. Ξαφνικά στην πλατεία μπουκάρανε απ’ όλους τους δρόμους μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα γεμάτα Γερμανούς με τα όπλα στο χέρι.
– Χριστέ και Παναγιά, κάνει ο φαναρτζής και τραβάει μέσα τον Πέτρο, που είχε κοντοσταθεί στην πόρτα.
Κάνει να κατεβάσει τα ρολά, μα δεν πρόλαβε. Τον αρπάζει ένας Γερμανός, ένας άλλος τραβάει τον Πέτρο έξω.
– Ράους… ράους, ουρλιάζουνε οι Γερμανοί.
Τους σέρνουνε στην πλατεία. Η πλατεία έχει γεμίσει κόσμο. Τους βγάζουνε από τα καφενεία, από τα μαγαζιά, από τα σπίτια. Κουβαλάνε κόσμο απ’ όλα τα δρομάκια.
– Ράους… ράους!
Ο Πέτρος κρατάει το αγγλικό κλειδί και δεν ξέρει τι να το κάνει. Το σφίγγει στα χέρια του. Ο φαναρτζής τρέμει ολόκληρος. Πρώτη φορά έχει δει ο Πέτρος έναν άνθρωπο να τρέμει έτσι, από την κορφή ως τα νύχια.
– Ράους… ράους!
Σέρνουν μια γυναίκα. Φοράει τη ρόμπα του σπιτιού και σφίγγει στο στήθος της ένα καπάκι από κατσαρόλα.
– Θα μας εκτελέσουν… τα παιδάκια μου…, κλαίει ο φαναρτζής.
Τα πολυβόλα έχουν στηθεί γύρω-γύρω στην πλατεία. Μπλόκο, λέει κάποιος. «ΜΠΛΟΚΟ», μουρμουρίζουν τα στόματα. Καταφτάνει ένα μικρό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Σταματάει στη μέση της πλατείας. Βγαίνουν από μέσα δυο Γερμανοί κι ένας άνθρωπος σαν σκιάχτρο. Φοράει μια κουκούλα που του σκεπάζει όλο το πρόσωπο και στη θέση των ματιών είναι δυο τεράστιες τρύπες που χάσκουν.
– Θα μας σκοτώσουν…, τρέμει ο φαναρτζής.
…Ποιους θα σκοτώσουν, αναρωτιέται ο Πέτρος. Εμάς; Δηλαδή, κι εκείνον;… Δε θα υπάρξει ποτέ λευτεριά για τον Πέτρο; Ούτε θα μεγαλώσει ποτέ ο Πέτρος; Θα μείνει για πάντα του μικρός;
Ο φαναρτζής κλαίει τώρα μ’ αναφιλητά.
Ο άνθρωπος με την κουκούλα έχει ένα κοντόχοντρο δάχτυλο που δείχνει. «Αυτός… αυτός… αυτός…» Οι Γερμανοί φορτώνουν αυτούς που δείχνει στις κλούβες. Έδειξε και τη γυναίκα με το καπάκι από την κατσαρόλα. Εκείνη ούτε μίλησε, έσφιξε πιότερο το καπάκι στο στήθος της κι ανέβηκε στο αυτοκίνητο.
Το κοντόχοντρο δάχτυλο δείχνει. Δείχνει το παιδί με το αγγλικό κλειδί; Όχι, δεν το δείχνει ο άνθρωπος με την κουκούλα. Το δάχτυλο σημαδεύει το φαναρτζή. Ο φαναρτζής κλαίει, ουρλιάζει, έχει αγκαλιάσει έναν ηλεκτρικό στύλο, έχει γαντζωθεί απάνω του.
– Τα παιδάκια μου… λυπηθείτε τα παιδάκια μου, ουρλιάζει.
Οι Γερμανοί τον ξαγκιστρώνουν από το στύλο και τον σπρώχνουν ή μάλλον τον πετάνε μέσα στην κλούβα.
Η πλατεία άδειασε, φύγανε τ’ αυτοκίνητα και οι κλούβες. Ο Πέτρος σφίγγει το αγγλικό κλειδί και νιώθει το χέρι του που τρέμει. Όσοι απόμειναν τρέχουν παραλογισμένοι, φωνάζουν, κλαίνε.
– Ανάθεμα, ανάθεμα, ξεφωνίζει μια γριά και σηκώνει τα χέρια κατά τον ουρανό.
– Τράβα σπίτι σου, βάζει φωνή στον Πέτρο μια γυναίκα….Τέλειωσε το μπλόκο
————————————————————-
Αντίσταση
Είναι μια μαύρη κλούβα που γυρνάει, κι όλο και σε κάποια πόρτα θα σταματήσει. Σήμερα εκείνοι… αύριο εμείς…
Ο Πέτρος δεν ήξερε τίποτα για τον κύριο Χρίστο, που έμενε στο διπλανό τους σπίτι. Δηλαδή δεν ήξερε πως ήτανε τόσο σπουδαίος, για νά ‘ρθει η κλούβα με δέκα Γερμανούς οπλισμένους να τον πάρουν τα χαράματα από το κρεβάτι του.
Ούτε για την κυρία Νίκη, τη μοδίστρα, ήξερε τίποτα ο Πέτρος, που τη συλλάβανε κι αυτήν οι Γερμανοί, μαζί με τις δυο κόρες της.
Κάθε τόσο γίνονταν εκτελέσεις Ελλήνων από τους Γερμανούς. Όταν οι αντάρτες τινάξουν κανένα τρένο γερμανικό ή κανένα γεφύρι, όταν πιάσουν αιχμάλωτο κανένα Γερμανό, τότε ο κόσμος περιμένει πως οι Γερμανοί θα σημαδέψουν στο σκοπευτήριο, καταμεσής ίσια στην καρδιά.
– Εκτέλεσαν διακόσιους, είπε η μαμά αλαφιασμένη κάποιο πρωί, γυρνώντας από ψώνια.
Οι Γερμανοί έβγαλαν διαταγή πως όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να γραφτούν σε καταλόγους. Κάθε πρωί έπρεπε να παρουσιάζονται στους Γερμανούς και να δίνουνε το «παρών».
– Εσύ δε θα πας, είπε ο Γιάννης στη Ρίτα.
– Να μην πάμε, παρακαλούσε κι η Ρίτα τους δικούς της. Να κρυφτούμε. Έχω φίλους που θα μας βοηθήσουν.
Η μαμά της ούτε που να τ’ ακούσει. Συλλογιότανε πού θ’ αφήσει το σπίτι και τα πράγματα. Μπορούσαν να μπουν κλέφτες, αν το ‘βλεπαν μέρα νύχτα κλειστό. Έπειτα πίστευε πως δεν έχουν άλλη ταλαιπωρία να πάθουν, εκτός από το να δίνουν το «παρών». Η Ρίτα κρύφτηκε κι ας χάλασε τον κόσμο η μαμά της να μην την αφήσει. Ένα πρωί οι Εβραίοι πήγαν να παρουσιαστούν και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Τους φόρτωσαν σε κάτι τρένα με κλειστά βαγόνια και φύγανε στο άγνωστο. Χάθηκαν κι οι γονείς της Ρίτας κι ο Μορίς με το κομμένο πόδι. Στο σπίτι τους μπήκαν οι Γερμανοί και τα πήραν όλα.
———————————————
Χίτλερ Καπούτ (Απελευθέρωση)
Ο παππούς κάθε μέρα περιμένει να κάνουν απόβαση στην Ελλάδα οι Εγγλέζοι. Ο πατέρας του Πέτρου τον πεισμώνει:
– Οι Εγγλέζοι δε θα έρθουν.
– Καλύτερα, λέει ο Πέτρος. Έτσι θα ελευθερωθούμε μοναχοί μας και δε θα χρωστάμε σε κανέναν.
Οι Έλληνες αντάρτες στα βουνά κυριεύουν απανωτά πόλεις και χωριά διώχνοντας τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Τον έχει πιάσει μια ανυπομονησία τον παππού να τελειώσει ο πόλεμος, θαρρείς και είναι να πεθάνει αύριο και βιάζεται. Όλη τη μέρα στριφογυρίζει στο μπαλκονάκι και κοιτάζει πέρα, κατά το Φάληρο, μήπως δει τον εγγλέζικο στόλο να προβάλλει. Οι Γερμανοί, όμως, αλήθεια φεύγουν! Άδειασε το σχολείο του Πέτρου, που το είχαν στην αρχή επιτάξει οι Ιταλοί και μετά μπήκαν οι Γερμανοί. Δυο μέρες φόρτωναν σε τεράστια καμιόνια όπλα και σιδερένια κιβώτια και ξύλινες βαριές κασόνες.
Ο παππούς βαρέθηκε να περιμένει τον εγγλέζικο στόλο στο μπαλκονάκι και περιμένει τώρα ανυπόμονα τον Πέτρο να έρθει απέξω να του πει τα νέα.
– Η τάδε γειτονιά είναι λεύτερη! Λόγω τιμής, παππού! Δεν πατάει πια Γερμανός εκεί, λέει ο Πέτρος με μάγουλα κόκκινα από την έξαψη.
Δυο μέρες ο Πέτρος δεν μπορούσε να πλησιάσει κατά κει. Γινόντανε μάχες. Σκοτώθηκαν έξι παιδιά από την παρέα του Μίλτου και τρεις Γερμανοί. Οι Γερμανοί δε φεύγουν έτσι. Τους πολεμάνε σκαλί το σκαλί, σπίτι το σπίτι. Τώρα στη λεύτερη γειτονιά ο Μίλτος και τ’ άλλα παιδιά γυρνάνε με τα όπλα. Στους τοίχους που έχει τρύπες από σφαίρες – εκεί που σκοτώθηκαν τα παλικάρια – πήγαν οι κοπέλες κι έχωσαν από ένα λουλούδι σε κάθε τρύπα, κι από μακριά μοιάζουν να άνθισαν οι τοίχοι και να ρίζωσαν τα λουλούδια μέσα στην πέτρα.
12 Οκτωβρίου 1944. Ο Πέτρος ήθελε να γράψει αυτή την ημερομηνία σε όλους τους τοίχους της Αθήνας. Με άφθαρτη μπογιά που να μη σβήσει ποτέ, κι έτσι να θυμάται για πάντα όλος ο κόσμος, πως μια τέτοια μέρα ελευθερώθηκε η Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη…
Αν ζούσε η Δροσούλα θα ‘γραφε τώρα σ’ ένα μεγάλο πανό με πράσινη μπογιά που δεν ξεβάφει τη λέξη ΛΕΥΤΕΡΙΑ.
Αν ζούσε ο Σωτήρης, θα σφύριζε τώρα του Πέτρου, θα κατρακυλούσαν τις σκάλες και θα βγαίνανε οι δυο τους στους δρόμους της λεύτερης Αθήνας.
Φύγανε οι Γερμανοί! Μάλλον ? τους διώξανε! Πολεμώντας τους σκαλί το σκαλί, πόρτα την πόρτα. Οι καμπάνες χτυπούν! Από το ξημέρωμα άνοιξαν όλα τα παραθυρόφυλλα κι απλώθηκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια σημαίες.
Η μαμά φτιάχνει στα πρόχειρα μια σημαία από ένα σεντόνι και γαλάζια κουρέλια.
Η Ρίτα, η μικρή εβραιοπούλα βγήκε από τον κρυψώνα της κι ήρθε στην Αντιγόνη μόλις έφεξε. Τώρα πια δεν έχει κανέναν άλλον, έξω από τη φίλη της… Όλοι οι Εβραίοι της Αθήνας είχαν κλειστεί σε στρατόπεδα στη Γερμανία και εκεί θανατώνονταν μέρα με τη μέρα. Στην Ελλάδα πολλοί λίγοι Εβραίοι κατάφεραν να κρυφτούν και να σωθούν, πολλοί λίγοι είδαν την Ελλάδα και πάλι λεύτερη.
Οι φυλακές στην Ελλάδα άνοιξαν και βγήκαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι των Γερμανών. Όσους δεν πρόλαβαν οι κατακτητές να εκτελέσουν.
Κάτω από το μπαλκόνι περνάει κόσμος με σημαίες και τραγουδάει. Βγαίνουν όλοι στους δρόμους! Δε θα φοβούνται μην τους σημαδέψει κανείς, ίσια στην καρδιά. Ποτέ πια.
ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΣΚΛΑΒΙΑ. ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ.
Η γιορτή οργανώθηκε από τον φιλόλογο Παντελίδη Παναγιώτη.