Για το σχολικό έτος 2011-2012 οι υπεύθυνοι καθηγητές των σχολικών γιορτών του Γυμνασίου Πέτρας αποφάσισαν να αφιερώσουν τις τρεις γιορτές στην τοπική ιστορία. Για την γιορτή της 28ης Οκτωβρίου παρουσιάστηκε στους μαθητές του σχολείου το πως βίωσε ο τόπος τους τα σημαντικά γεγονότα της εποχής και την σκληρότητα της Κατοχής. Οι μαθητές και οι μαθήτριες που συνεργάστηκαν για τη γιορτή πήραν συνεντεύξεις από ντόπιους που έζησαν τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ενώ αξιοποιήθηκαν βιβλία τοπικής ιστορίας, όπως αυτό του Μυθημναίου συγγραφέα Γιώργου Τσαλίκη με τίτλο “Κατοχή”.
Τοπική ιστορία – Κατοχή στη Λέσβο
Οι Γερμανοί στη Λέσβο
Στις 21 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί έμπαιναν νικητές στην Αθήνα. Οι άνδρες του νησιού που είχαν πολεμήσει στο μέτωπο δεν είχαν ακόμη καταφέρει να επιστρέψουν πίσω και γι? αυτό το νησί ήταν ανοχύρωτο και χωρίς καθόλου στρατό. Την Παρασκευή 2 Μαΐου 1941 παρά τη θαλασσοταραχή που επικρατούσε ένα καΐκι που ερχόταν από τη Λήμνο άραξε στον όρμο της Εφταλούς και μια διμοιρία Γερμανών βγήκε στην ακτή. Οι Γερμανοί κατευθύνθηκαν προς τη Μήθυμνα, από όπου τηλεφώνησαν στο Νομάρχη και στον Φρούραρχο Μυτιλήνης και τους ζήτησαν την παράδοση του νησιού. Έπειτα επέστρεψαν στο καΐκι τους και με αυτό γύρισαν στη Λήμνο. Την Κυριακή στις 4 Μαΐου 1941 γίνεται η απόβαση των Γερμανών στην ακρογιαλιά της Πέτρας. Την απόβαση προστάτευαν από πίσω κάποια πολεμικά πλοία των Γερμανών με τα κανόνια γυρισμένα προς τα σπίτια καθώς και τα πολεμικά αεροσκάφη των Γερμανών, τα θρυλικά στούκας, που πετούσαν σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από τις στέγες των σπιτιών τη Πέτρας για να τρομοκρατήσουν με το θόρυβό τους κατοίκους, ώστε να μην υπάρξει καμιά αντίσταση.
Οι κάτοικοι του χωριού κλείστηκαν στα σπίτια τους κατατρομαγμένοι. Μόνο ένας ντόπιος, ο Στέλιος Αλπάνης, που ήταν εξήντα χρονών και πεταλωτής στο επάγγελμα αποφάσισε να κάνει αντίσταση στην απόβαση των Γερμανών, γιατί δεν του πήγαινε η καρδιά να αφήσουν ολόκληρο νησί να πέσει στα χέρια των Γερμανών χωρίς να πέσει ντουφεκιά. Ο Στέλιος Αλμπάνης είχε ένα πολυβόλο παλιό από την εποχή του Μικρασιατικού πολέμου, με το οποίο είχε πολεμήσει τους Τούρκους. Το έστησε στο παραθύρι και άρχισε να πυροβολεί τα πλοία και τους Γερμανούς με όσες σφαίρες είχε. Σκότωσε αρκετούς Γερμανούς πριν αυτοί καταφέρουν να μπούνε στο σπίτι του και να τον αφοπλίσουν. Οι Γερμανοί τον χτύπησαν, τον έδεσαν και τον πήγαν στο διοικητή τους, κάποιον Συνταγματάρχη Φον Φρίντριχ. Ο Γερμανός διοικητής διέταξε τους στρατιώτες του να καθίσουν προσοχή, αποκάλεσε τον Στέλιο Αλμπάνη παλικάρι και ήρωα και πρότυπο ηρωισμού για τους Γερμανούς στρατιώτες και έπειτα τον άφησε ελεύθερο να γυρίσει στο σπίτι του. Από την Πέτρα θα ξεκινήσουν πολλές γερμανικές μοτοσυκλέτες που θα κατευθυνθούν προς τη Μυτιλήνη για να ενωθούν με τους υπόλοιπους Γερμανούς στρατιώτες οι οποίοι αποβιβάστηκαν στη Μυτιλήνη.
Ο ερχομός των Γερμανών στο νησί σήμανε την αρχή μιας πολύ σκληρής περιόδου για τους κατοίκους της Λέσβου. Η πείνα εξαθλίωνε και σκότωνε τον κόσμο. Τις σοδειές τις έπαιρναν οι Γερμανοί για να συντηρήσουν τους στρατιώτες τους και να στείλουν και στη Γερμανία. Κάποιοι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν τη δυστυχία των συμπατριωτών τους και έγιναν μαυραγορίτες, δηλαδή έδιναν λίγα τρόφιμα και έπαιρναν για αντάλλαγμα σπίτια και χωράφια ολόκληρα. Περιουσίες ολόκληρες άλλαξαν χέρια μέσα στα τέσσερα χρόνια της Κατοχής. Άλλοι πάλι ντόπιοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και κατέδιδαν άλλους Έλληνες που προσπαθούσαν να στήσουν κάποια αντίσταση ή που δεν έκαναν όσα πρόσταζαν οι Γερμανοί.
Οι Γερμανοί με τα κατοχικά τους μάρκα που δεν είχαν καμιά αξία εκτός από το χαρτί που ήταν καμωμένα, έστελναν την παραγωγή μας, λάδι, ελιές, δέρματα, στη Γερμανία για να συντηρήσουν το στρατό τους και τους πολίτες τους. Η πείνα, η μιζέρια, και η απόγνωση σημάδεψε τα πρόσωπα των νησιωτών. Κάθε μέρα που περνούσε η ζωή στο νησί γινότανε όλο και πιο βασανιστική. Ο κόσμος υπέφερε από την πείνα. Περπατούσες στο δρόμο και έβλεπες ανθρώπους να ξεψυχούνε, με τα μάτια πεταμένα έξω από τις κόγχες από τον τρόμο της πείνας. Η δυστυχία σκέπαζε το νησί. Τα παιδάκια αδυνάτιζαν μέρα τη μέρα, κιτρίνιζαν, πρήζονταν οι κοιλίτσες τους και πέθαιναν. Οι γέροι δεν άντεχαν τις στερήσεις και έφευγαν πρόωρα για το μεγάλο ταξίδι. Στη Μήθυμνα λειτούργησαν τα πρώτα παιδικά συσσίτια του νησιού που μοίραζαν ένα πιάτο πλιγούρι ή ψάρια σαν έστελναν οι ψαράδες.
Οι κάτοικοι γυρνούσαν στα χωράφια και έτρωγαν ό,τι βρίσκανε: βατόμουρα, σύκα, κυδώνια, λίγο γάλα αν έβρισκαν στις στάνες, ακόμα και ρίζες τον χειμώνα σαν δεν έβρισκαν τίποτα άλλο.
Μα οι Γερμανοί σκληροί και απορροφημένοι για τη κατάκτηση του κόσμου αδιαφορούσαν για όλα όσα συνέβαιναν. Οι μαυραγορίτες αποτελούσαν μια μικρή εξαίρεση. Αυτοί τα είχαν όλα, τρόφιμα, διασκεδάσεις με τους κατακτητές και απόλυτη συνεργασία μαζί τους και πλούτιζαν από τη δυστυχία των συγχωριανών τους.
Περισσότερο υπέφεραν από τη βασανιστική πείνα οι δημόσιοι υπάλληλοι και γενικά οι μισθωτοί, γιατί οι τιμές μέρα με τη μέρα μεγάλωναν εκπληκτικά. Έτσι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι έφθασαν με το μισθό ενός μηνός να αγοράζουν τρόφιμα για να ζήσουν μία εβδομάδα.
Γιώργος Τσαλίκης, Κατοχή, (μαυραγοριτισμός) σελ. 23-24
Όταν πια ο κυρ Πέτρος υπέφερε από την πείνα που μας καταδίκασαν οι αφέντες μας Γερμανοί, η κυρά Ερμιόνη πούλησε τα χρυσαφικά της, πήρε λίγα τρόφιμα, πέρασαν κάμποσο καιρό. Μετά πούλησε κάτι κεντήματα, αντίκες, θυμήματα της γενιάς τους, μα και αυτά που πήρε τελείωσαν και ο Πέτρος έπεσε πια στο κρεβάτι κατάκοιτος. Οι μαυραγορίτες ξαναήρθαν στο σπίτι μάζεψαν ό,τι τους έκανε άφησαν λίγο σιτάρι και φασόλια. Σαν ξαναπέρασαν από το σπίτι της κυρά Ερμιόνης δεν είχε μείνει πια τίποτα για ανταλλαγή και ο κυρ Πέτρος κοίτονταν σε λήθαργο με πυρετό. Ζήτησε η κυρά Ερμιόνη με σπαραγμό λίγη ζάχαρη, λίγη ρύζι να στηλώσει τον άντρα της. Πάρτε τους είπε ό,τι έχουμε, φτάνει να σώσω τον άντρα μου. Τότες έγινε το μεγάλο κακό. Πήραν τα τεφτέρια που μια ζωή ολάκερη ήταν μέσα σε αυτά, της έδωσαν ζάχαρη, ρύζι και αλεύρι.
Γιώργος Τσαλίκης, Κατοχή, (μαυραγοριτισμός) σελ. 59
Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ότι ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός θα έφερνε στο νησί τρόφιμα. Και εμείς ελπίζαμε τότε στην κάθε διάδοση, περιμέναμε με ανυπομονησία. Οι μέρες περνούσαν θλιβερές και πεινασμένες. Ωστόσο μιαν αυγή στο λιμάνι της Μυτιλήνης άραξαν τρία μεγάλα καράβια Σουηδικά, με το σήμα του Ερυθρού σταυρού. Κατάφορτα στάρι και ζάχαρη. Πιστέψαμε τότες πως τα βάσανά μας τέλειωσαν. Μα αλίμονο μόνο ελάχιστα, πολύ ελάχιστα από αυτά που έφεραν τα καράβια μοιράστηκαν στον κόσμο. Τη μερίδα του λέοντος τη την πήρε η επισιτιστική υπηρεσία των Γερμανών, για να την ανταλλάξει με το πολύτιμο προϊόν του νησιού μας, το λάδι. Σε όποιον παρέδιδε έξι οκάδες λάδι του δίνανε μία οκά στάρι, και για μία οκά ζάχαρη απαιτούσαν δώδεκα οκάδες λάδι. Η μαύρη αγορά με είδος είχε επισημοποιηθεί από τους κατακτητές. Αυτός είναι ένας από τους χίλιους τρόπους που καταλήστεψαν το Λεσβιακό λαό, με αντάλλαγμα τα τρόφιμα που έστειλε σαν δωρεά ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός.
———————————————————–
Πείνα στη Μυτιλήνη
Οι Γερμανοί κατακτητές στη Λέσβο απαγορεύουν την πώληση και εξαγωγή ελαιολάδου, στερώντας από τους κατοίκους του νησιού την βασικότερη ίσως πηγή εισοδήματος. Ολόκληρα χωριά του νησιού ναύλωναν στα κρυφά πλοιάρια φορτωμένα με ελαιόλαδο-κάτω από τη μύτη των Γερμανών-τα έστελναν σε άλλες περιοχές της χώρας και αντάλλαζαν το φορτίο τους με διάφορα απαραίτητα αγαθά. Έτσι συνέβη και το χειμώνα του 1941, όταν φτάνει στον Μόλυβο ένα καΐκι από τη Χαλκιδική φορτωμένο με σιτάρι. Μόλις αυτό έγινε αντιληπτό από τις αρχές, το πολύτιμο φορτίο του δεσμεύτηκε και κλείστηκε σε μια αποθήκη περικυκλωμένη από φρουρούς. Τότε εξοργισμένοι Μολυβιάτες επιτέθηκαν στους φρουρούς, πήραν πίσω το σιτάρι, πουλώντας το πέντε φορές φθηνότερα από την τιμή που είχε στην μαύρη αγορά.
Στον Κόλπο Καλλονής ψαρεύονται τεράστιες ποσότητες από χτένια, που σώζουν πολύ κόσμο από την πείνα, ώστε όλοι να μιλούν για θαύμα. Στα χωριά κυρίως. τα σύκα και τα φασολάκια αποξηραίνονται και αποθηκεύονται για το χειμώνα, δίνοντας μια ακόμη διέξοδο στους πεινασμένους.
Παρόλα αυτά η κατάσταση στη Μυτιλήνη ήταν τραγική. Πεινασμένοι νοικοκύρηδες πωλούσαν τα υπάρχοντά τους για ελάχιστες ποσότητες τροφίμων στους ντόπιους μαυραγορίτες, οι οποίοι μάλιστα διαφημίζονται και στην τοπική εφημερίδα «Φως». Το δύσκολο χειμώνα του 1941-1942 υπήρξαν 813 νεκροί από την πείνα μόνο στην πόλη της Μυτιλήνης. Ανάμεσά τους ήταν 113 παιδιά ηλικίας μέχρι 2 ετών.
———————————————————–
Στη Μυτιλήνη και συγκεκριμένα στη βίλα Ηλιοπούλου υπήρχαν και τα μπουντρούμια της Γκεστάπο. Εκεί βασανίστηκαν δεκάδες πατριώτες από όλο το νησί. Σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια έζησαν και πολλοί από το Μόλυβο με διάφορες κατηγορίες. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Μηθύμνης Διονύσιος ήταν ο αρχηγός της αντίστασης στο νησί και αρχηγός του ΕΑΜ στο νησί. Όταν οι Γερμανοί έμαθαν την αντιστασιακή δράση του Μητροπολίτη, τον βασάνισαν, τον καταδίκασαν σε 15 χρόνια φυλάκιση και έπειτα μαζί με άλλους Λέσβιους τον έστειλαν στο τρομερό στρατόπεδο αιχμαλώτων του Νταχάου στη Γερμανία. Οι αιχμάλωτοι αυτοί θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά την ήττα των Γερμανών και η υγεία τους θα είναι πολύ κλονισμένη.
Επίσης, στη Μυτιλήνη, στην περιοχή Τσαμάκια, εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς δεκάδες Λέσβιοι και τα νεκρά σώματά τους αφού τοποθετήθηκαν σε σάκους με πέτρες τα έριχναν στη θάλασσα. Συνολικά 42 πατριώτες εκτελέστηκαν στο νησί σε 17 συνολικά εκτελέσεις, έχοντας πρώτα περάσει από τα υπόγεια κελιά της ανάκρισης και το γερμανικό στρατοδικείο. Το θέατρο των πρώτων τριών εκτελέσεων υπήρξαν τα «Μπλόκια» , δηλαδή ο σημερινός χώρος από το ξενοδοχείο «Blue Sea» έως το χώρο κάτω από το Άγαλμα της Ελευθερίας) και για τις υπόλοιπες το άλσος «Τσαμάκια», δηλαδή περίπου μπροστά από τη σημερινή ξύλινη εστία των Προσκόπων.
Τελικά, ο Σεπτέμβριος του 1944 έφερε την Άνοιξη, έφερε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί έχαναν τον πόλεμο, εγκατέλειπαν την Ελλάδα και ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν και τη Λέσβο. Βέβαια, ακόμη και τις τελευταίες ημέρες πριν φύγουν από το νησί οι Γερμανοί θα προσπαθήσουν να κάνουν δολιοφθορές και καταστροφές στη Μυτιλήνη και αλλού, θέλοντας να ανατινάξουν αποθήκες με εφόδια που δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους καθώς και το κτίριο του Εργοστασίου Ηλεκτρικής παραγωγής. Τις καταστροφές θα ματαιώσουν ντόπιοι αγωνιστές με την καθοδήγηση του ΕΑΜ, οι οποίοι θα προλάβουν να αποτρέψουν την πυροδότηση των πυρομαχικών. Η Λέσβος απελευθερώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ενώ η Αθήνα απελευθερώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944, δηλαδή ένα μήνα μετά.
Ακολουθεί το κείμενο των ενοποιημένων συνεντεύξεων που πήραν οι μαθητές
Ονομάζομαι Σταυρούλα και ζω εδώ, στην Πέτρα, στον τόπο που γεννήθηκα. Εγώ όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήμουνα δέκα χρονών παιδί. Η τρομαχτική είδηση του πολέμου έφτασε πρώτα στο γραφείο της κοινότητας και άρχισαν να χτυπούν οι σειρήνες.
Εσείς που ήσασταν όταν μαθεύτηκε η κήρυξη του πολέμου; Πως το μάθατε;
Απάντηση 1 Στο Σκουτάρο το κακό νέο για την εισβολή των ιταλικών δυνάμεων μαθεύτηκε πολύ γρήγορα από το ραδιόφωνο.
Απάντηση 2 Εγώ ήμουν στη Φίλια και είχα πάει στην πλατεία του χωριού να αγοράσω ψωμί και άκουσα τον κόσμο που το συζητούσε στα καφενεία και στους δρόμους. Μου το είπε και ο μπαμπάς μου όταν γύρισε από τη δουλειά.
Απάντηση 3 Ήταν πρωί και εμείς στη Στύψη ακούσαμε κάποιες φωνές στη γειτονιά. Η μητέρα μου βγήκε να δει τι συμβαίνει και τότε ακούσαμε τα κακά μαντάτα.
Απάντηση 4 Εκείνη τη μέρα ακριβώς Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, μάζευα στην Άναξο ελιές μαζί με την οικογένειά μου. Τότε έρχεται ο παππούς μου και λέει στον πατέρα μου: « Σήκω Γιώργο σε φωνάζει το κράτος να πας φαντάρος. Ξεκίνησε ο πόλεμος και οι Ιταλοί καταπατήσανε την Ελλάδα».
Απάντηση 5: Και εμείς στην Πέτρα ξαφνιαστήκαμε όταν ακούσαμε τις καμπάνες, γιατί ούτε Κυριακή ήτανε ούτε πλημμύρα έγινε ούτε ξέσπασε φωτιά. Σήμαιναν για τον πόλεμο.
————————————————————
Εσείς τι σκεφτήκατε, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος;
Απάντηση 1 Φοβήθηκα. Είχα ακούσει ότι οι Γερμανοί σκότωναν πολύ κόσμο και άρχισα να ανησυχώ. Όμως, οι γονείς μου προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν. Γενικά ο κόσμος έδειχνε να μη φοβάται.
Απάντηση 2 Μόλις το άκουσα σοκαρίστηκα και μου ήρθαν πολλές κακές σκέψεις. Σκέφτηκα πως θα σκοτώνονταν πολλοί αθώοι άνθρωποι και αναρωτήθηκα αν θα υπήρχε μέλλον για τους Έλληνες. Φοβήθηκα πολύ γιατί δεν ήθελα να συμβεί τίποτα στην οικογένειά μου. Ήμουν μοναχοπαίδι και ο πατέρας μου ήταν στο στρατό.
Απάντηση 3 Εμείς φοβηθήκαμε πάρα πολύ γιατί νομίζαμε πως θα πεθαίναμε γιατί ήμασταν τρεις γυναίκες μοναχές, επειδή ο πατέρας είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια. Όλη η γειτονιά πανικοβλήθηκε, καθώς είχαμε καταλάβει λίγο πολύ τι θα περνούσαμε. Οι περισσότερες γυναίκες λυπήθηκαν, γιατί αμέσως κατάλαβαν ότι θα έφευγαν πολλοί συγγενείς τους και μπορεί να μην τους έβλεπαν ξανά.
Απάντηση 4 Η αντίδραση ήταν άμεση, τα πρόσωπα όλων σκυθρωπά. Όλοι αισθάνονταν φόβο και αν και μερικοί το κρύβανε, μα αν τους κοιτούσες κατάματα φαινόταν μια βαθιά ανησυχία. Οι γυναίκες ανησυχούσαν ότι δεν θα ξανάβλεπαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους πατεράδες τους.
Απάντηση 5 Ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό μου και κατευθείαν πήγα να κλάψω στο δωμάτιό μου. Ήξερα ότι ο πόλεμος είναι κάτι κακό. Μου ήρθαν οι ιστορίες της μάνας μου από τη Σμύρνη με τους Τούρκους που είχαν σκοτώσει τον παππού μου και τότε έκλαψα πάρα πολύ.
Απάντηση 6 Εμείς από την αρχή το πήραμε σαν ένα παιχνίδι, σαν μια νέα περιπέτεια. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γινόταν, δεν ξέραμε τι σήμαινε η λέξη «πόλεμος» γιατί ήμασταν ακόμα παιδιά. Με όλες αυτές τις δυσάρεστες καταστάσεις που αντιμετωπίζαμε άρχισα να νιώθω φόβο, τρόμο, πανικό. Θυμάμαι μια χαρακτηριστική στιγμή που έχει μείνει στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Καθώς φεύγαμε από το σχολείο είδα τη δασκάλα μου να κλαίει. Παραξενεύτηκα γιατί νόμιζα ότι οι δάσκαλοι δε κλαίνε. Έκλαιγε επειδή έφευγε ο άντρας της για τον πόλεμο και έτσι πήγε να τον αποχαιρετήσει.
————————————————————————————————
Σας ξάφνιασε το γεγονός ή ήταν κάτι που το περιμένατε;
Απάντηση 1 Εμείς στο Σκουτάρο τρομοκρατηθήκαμε, διότι δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τον πόλεμο. Αλλά οι Ιταλοί μας προκαλούσαν από καιρό, αλλά εμείς αντιστεκόμασταν. Δεν τρομοκρατηθήκαμε όμως, αρκετά, γιατί το καθήκον μας καλούσε και εμείς ήμασταν πρόθυμοι να υπηρετήσουμε την πατρίδα.
Απάντηση 2 Η αλήθεια είναι πως εμάς στο Σκουτάρο μας ξάφνιασε πολύ, γιατί δεν το περιμέναμε και νομίζαμε πως δεν θα γίνει τίποτα. Ακόμα ούτε και οι στρατιώτες το ήξεραν πως θα γίνει πόλεμος. Ήταν ξαφνικό.
Απάντηση 3 Στη Στύψη ήταν κάτι που το περιμέναμε. Συνέχεια πετούσαν με τα αεροπλάνα από πάνω μας. Δε μας ξάφνιασε το γεγονός γιατί από καιρό ακουγόταν ότι γίνονταν πόλεμος στην Ευρώπη. Ήταν κάτι που το περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή. Όμως ήμουνα μικρή και φοβόμουν.
Απάντηση 4 Δε με ξάφνιασε ιδιαίτερα μια και ήξερα πως ο πόλεμος ήταν σχεδόν παγκόσμιος και δεν θα υπήρχε περίπτωση να μην συνέβαινε και σε άλλες χώρες.
Απάντηση 5 Εμάς στην Πέτρα μας ξάφνιασε πολύ, γιατί δεν περιμέναμε τέτοια ξαφνική επίθεση από τους Ιταλούς.
—————————————————————————————————-
Και εγώ θυμάμαι περισσότερο την επίθεση των Γερμανών. Θυμάμαι τα αεροπλάνα να περνούν πάνω από τα κεφάλια μας ίσα με τα δέντρα. Θυμάμαι τους Γερμανούς να βγαίνουν από τη θάλασσα και εμείς να τρέχουμε να κρυφτούμε για να μην μας κάνουν κακό. Εγώ πήρα τον αδερφό μου, που ήταν μωρό, στην πλάτη μου και μαζί με τους γειτόνους τρέχαμε για το βουνό να βρούμε ασφαλές καταφύγιο. Όταν καταλάγιαζαν τα πράγματα κατεβαίναμε ξανά στο σπίτι. Εκεί κρυβόμασταν στα υπόγεια ώσπου να περάσει ο κίνδυνος. Με την ψυχή στο στόμα ακούγαμε τον κρότο από τα άρβυλά τους και τρέμαμε ακόμα πιο πολύ. Η Κατοχή είχε αρχίσει. Οι Γερμανοί κατακτητές επιτάξανε τα πιο μεγάλα σπίτια του χωριού για να μείνουν. Το αρχηγείο τους βρισκόταν κοντά στην αγορά του χωριού απέναντι από το μνημείο των ηρώων. Τότε θυμάμαι μάζεψαν πολύ κόσμο, όποιον τολμούσε να αντισταθεί, τον άρπαζαν με την απειλή των όπλων και δεν τον ξαναβλέπαμε πια. Και σιγά σιγά ήρθε και η πείνα και οι αρρώστιες και ο κόσμος πέθαινε και μαζί και παιδιά.
Εσείς τι θυμάστε από την εποχή της Κατοχής;
Απάντηση 1 Από την εποχή της Κατοχής δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα, αλλά ακόμα και όσα ξέρω θα προτιμούσα να μην τα θυμόμουν. Ήταν όλα τόσο άσχημα. Εμείς στο Σκουτάρο δεν είχαμε να φάμε και ήμασταν αναγκασμένοι να τρώμε από κάτω. Ο κόσμος που έμενε στα χωριά πήγαινε στα χωράφια για να σπείρει σιτάρι ή κάτι άλλο. Έψαχνε παντού για κάτι φαγώσιμο να το πάει στην οικογένειά του, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα αλλά ούτε καταστήματα τροφίμων.
Απάντηση 2 Από την εποχή της Κατοχής θυμάμαι ότι οι Γερμανοί πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι στην Άργενο και ζητούσαν τα όπλα τους. Αν κάποιος δεν τα έδινε τον εκτελούσαν.
Απάντηση 3 Δε θα ξεχάσω, εκεί που πήγα να αλέσω το σιτάρι σε ένα μύλο, βλέπω ένα Γερμανό που κοιμόταν στο πάτωμα. Μόλις τον είδα τσίριξα από φόβο και ξύπνησε και με κυνήγησε μέχρι το βουνό στα Κτσούρια στο Σκουτάρο και έπειτα ανέβηκα πάνω σε ένα δέντρο και με έχασε.
Απάντηση 4 Η γιαγιά μου έπαιρνε εμένα και τα αδέρφια μου, μας πήγαινε σε ένα απόκρυφο μέρος και μας σκέπαζε με ένα σκούρο σεντόνι, γιατί από πάνω τα εχθρικά αεροπλάνα περνούσαν και εμείς θέλαμε να φαινόμαστε σαν βράχια, για να μην μας ρίξουν.
Απάντηση 5 Αυτό που μου έχει μείνει στην μνήμη μου είναι οι αντιδράσεις των Γερμανών απέναντι στα ελληνόπουλα καθώς όμως και στις μεγαλύτερες γυναίκες. Μάλιστα θυμάμαι μια φορά στη Στύψη που ένας Γερμανός καθώς καθόμουν και έπαιζα με τα ξυλαράκια μου ήρθε και με έσπρωξε να φύγω μέσα στο σπίτι μας, τότε άρχισα να κλαίω και δεν έπαιξα ποτέ ξανά μόνη μου στο κατωφλάκι του σπιτιού.
Απάντηση 6 Θυμάμαι στη Φίλια όταν πηγαίναμε στα χωράφια να μαζέψουμε ελιές, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί μας τις έπαιρναν. Για αυτό και εμείς τις κρύβαμε στα εσώρουχά μας για να μην τις παίρνουν. Αυτά έκαναν και όλοι οι άνθρωποι και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.
Απάντηση 7 Εμάς στην Πέτρα, όταν πηγαίναμε στις ελιές μας ψάχνανε τα καλάθια. Άμα είχαμε δύο φέτες ψωμί τη μια μας την έπαιρναν.
Απάντηση 8 Στην Κατοχή υπήρχε μεγάλη πείνα. Στη Στύψη υπήρχαν δύο πλούσιες οικογένειες. Τα παιδιά της μίας είχαν την οικονομική άνεση για να μπορούν να φτιάξουν ένα χαρταετό. Το πολύτιμο υλικό που έλειπε από όλα τα σπίτια, εκτός των δύο οικογενειών, ήταν το αλεύρι. Τα παιδιά της πλούσιας οικογένειας έπαιρναν καλάμια και με ζύμη κολλούσαν το χαρτί επάνω για να γίνει χαρταετός. Όλα τα παιδιά περίμεναν να δουν το χαρταετό να πετά. Το γιατί ήταν ότι περίμεναν όχι να πετάξει ο χαρταετός αλλά να πέσει για να πάρουν τη ζύμη και να φάνε ό,τι μπορέσουν να προλάβουν.
—————————————————————————————————
Μαζί με αυτούς που μάζευαν οι Γερμανοί για να τους στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα πήραν μια μέρα και ένα παλικάρι από τη γειτονιά μας. Αμέσως σηκώθηκε η μάνα του και πήγε σε μια από αυτές που τα είχαν καλά με τους Γερμανούς και την παρακάλεσε να μεσολαβήσει για να αφήσουν ελεύθερο το γιο της. Αυτές εκμεταλλεύονταν τον πόνο των ανθρώπων. Της ζήτησε λοιπόν σαν αντάλλαγμα την μοναδική κατσίκα που είχε απομείνει για να ταΐζει την οικογένειά της. Όμως μάταια, το γιο της δεν τον ξαναείδε.
Εσείς πως θυμάστε να συμπεριφέρονται στα χωριά σας;
Απάντηση 1 Άσχημα. Στη Φίλια δεν αφήνανε τους ανθρώπους να ψωνίζουν, να ακούνε ραδιόφωνο ή να κυκλοφορούν όταν νύχτωνε στους δρόμους. Αν δεν συμμορφωνόντουσαν, τους σκότωναν.
Απάντηση 2 Μπαίνανε στα σπίτια και σκοτώνανε, αλλά εδώ στο Σκουτάρο δεν σκότωσαν κανένα. Έπεσαν μόνο πείνες και όποιος είχε λίγο παραπάνω έδινε και στον γείτονα που δεν είχε. Επίσης μια οικογένεια πέθανε από την πείνα, μόνο ένα παιδί έζησε, γιατί ένας συγγενής μου από την Αμερική το βοήθησε.
Απάντηση 3 Στη Στύψη τις περισσότερες φορές μας μιλούσαν άσχημα και δεν ξέραμε τι μας έλεγαν. Πολλές φορές μας αντιμετώπιζαν σαν δούλους καθώς μας έβαζαν να σκουπίζουμε τα παπούτσια τους και μετά μας «παραμελούσαν».
Απάντηση 4 Σαν όνειρο θυμάμαι το τι γινόταν στο χωριό μας στη Στύψη. Ήρθαν κάτι φορτηγά και παίρνανε τους άντρες, οι μάνες κλαίγανε, παιδιά κρέμονταν από τα πόδια των πατεράδων, φώναζαν, χαμός. Στο χωριό μείνανε μόνο γέροι, γριές γυναίκες και παιδιά. Και τότε μιλάμε για πολλά παιδιά, όχι ένα δύο. Και έπρεπε να φροντίζουν όλες τις αγροτικές δουλειές και τρέχαμε και εμείς τα παιδιά με τους παππούδες και τις μάνες μας στα χωράφια, γιατί χειμώνας ερχόταν. Στο χωριό δόθηκε διαταγή να βάζουν στα παράθυρα σκούρα πανιά, να μη φαίνεται το φως τη νύχτα, για να μη βλέπει ο εχθρός το χωριό και μας χτυπήσει.
————————————————————
Βομβαρδισμούς δεν είχαμε στην περιοχή μας. Η πείνα όμως θέριζε. Πουλούσαμε τα υπάρχοντά μας για μια φέτα ψωμί που την μοιράζαμε σε τρία και τέσσερα στόματα. Επιβιώσαμε δύσκολα και χάσαμε δικούς μας ανθρώπους άδικα. Εσείς θυμάστε καταστροφές, εκτελέσεις ή επιτάξεις στην περιοχή;
Απάντηση 1 Όσοι αντιστάθηκαν στη Μυτιλήνη καταδικάστηκαν σε θάνατο με εκτέλεση. Οι Γερμανοί έπαιρναν τα υλικά πράγματα (τρόφιμα, ραδιόφωνα). Αλλά και όλα τα όπλα (κυνηγετικά, πολεμικά) και αν κάποιος έκρυβε στο σπίτι του Άγγλο θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Το μόνο που έκαναν από φαγητό ήταν λίγα χόρτα και ζαρζαβατικά.
Απάντηση 2: Στην περιοχή μας στη Στύψη δεν σκοτώθηκε κανένας. Αλλά μέσω άλλων ανθρώπων μαθαίναμε για τις άσχημες υλικές καταστροφές που γίνονταν σε άλλες περιοχές. Μάλιστα μια γνωστή της μαμάς μου την είχαν πάρει οι Γερμανοί και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Κανείς δε γνωρίζει τι απέγινε.
Απάντηση 3 Στο Σκουτάρο δεν σκότωσαν και δεν φυλάκισαν κανένα, όμως έγιναν επιτάξεις. Οι συλλήψεις που έγιναν οφέιλονταν στους προδότες κάθε περιοχής για να έχουν καλή μεταχείριση αυτοί και οι οικογένειές τους.
————————————————————
Εύχομαι ποτέ να μην δούν τα μάτια μας πόλεμο. Ενθύμια από τον πόλεμο δεν έχω, το μόνο που έχω είναι αναμνήσεις.
Απάντηση 1 Τα πιο σημαντικά ενθύμια αυτής της εποχής είναι τα κρυοπαγήματα, οι ακρωτηριασμοί και οι απώλειες που είχαν πολλές οικογένειες χάνοντας δικούς τους ανθρώπους.