Η τρίτη γιορτή τοπικής ιστορίας παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2012. Στο πρώτο μέρος της γιορτής παρουσιάστηκε η ζωή στη Λέσβο κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και η επανάσταση του 1821 στη Λέσβο. Στο δεύτερο μέρος της γιορτής παρουσιάστηκε η ζωή στη Λέσβο μετά την επανάσταση και η απελευθέρωση της Λέσβου κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.Το υλικό συγκεντρώθηκε από βιβλία τοπικής ιστορίας και έργα Λέσβιων λογοτεχνών.
Τοπική ιστορία – Τουρκοκρατία και απελευθέρωση
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Το Σεπτέμβριο του 1462 η Λέσβος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Αμέσως μετά την κατάληψη της Λέσβου ένα τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού του νησιού μεταφέρθηκε αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη, γιατί ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο πορθητής ήθελε να γεμίσει την Κωνσταντινούπολη με εργάτες και κατοίκους.
Παράλληλα, μουσουλμάνοι από τη Μικρά Ασία θα έλθουν σταδιακά να κατοικήσουν στη Λέσβο, επιλέγοντας κυρίως τις οχυρές τοποθεσίες της Μυτιλήνης και του Μολύβου, αλλά και τις μικρές σε έκταση πεδινές περιοχές της Καλλονής, της Γέρας και της Ερεσού. Ωστόσο, οι μουσουλμάνοι του νησιού αποτελούσαν πάντα το 15 έως 20% του πληθυσμού του νησιού.
Στόχος των Οθωμανών ήταν να κάνουν τη Λέσβο μια μεγάλη και ισχυρή ναυτική βάση για τον πολεμικό στόλο. Η Λέσβος έπρεπε να εφοδιάζει τα τουρκικά πολεμικά πλοία με τρόφιμα και νερό. Τα πλοία αυτά έλεγχαν ολόκληρο το Αιγαίο και προστάτευαν την πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη.
Δεύτερος στόχος των Οθωμανών ήταν η εκμετάλλευση των προϊόντων της Λέσβου. Το λάδι και το σαπούνι που παράγουν οι Λέσβιοι, προωθείται όλο προς την Κωνσταντινούπολη.
Μέχρι το 1600 στη Λέσβο καλλιεργούσαν ελιές, αμπέλια και σιτάρι. Όμως, η θρησκεία των Μουσουλμάνων απαγορεύει το αλκοόλ και έτσι οι Οθωμανοί ανάγκασαν τους Λέσβιους να ξεριζώνουν τα αμπέλια και να φυτεύουν ελιές. Σύντομα, από το 1700 στο νησί μας θα καλλιεργείται μόνο η ελιά και στην περιοχή του Σιγρίου η βελανιδιά, γιατί τα βελανίδια τα χρησιμοποιούσαν για να επεξεργάζονται τα δέρματα.
Όλα τα ανώτερα διοικητικά αξιώματα του νησιού καταλαμβάνονταν σχεδόν αποκλειστικά από μουσουλμάνους. Ως επικεφαλής των χριστιανικών κοινοτήτων της Λέσβου ήταν πρώτα ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και ο Μητροπολίτης Μηθύμνης και έπειτα οι επικεφαλής των χριστιανικών κοινοτήτων στην πόλη της Μυτιλήνης, στις συνοικίες και στα χωριά, οι λεγόμενοι “δημογέροντες” ή “προεστοί”. Οι δημογέροντες ή προεστοί ήταν Έλληνες άρχοντες οι οποίοι όφειλαν να συγκεντρώσουν το φόρο που έβαζε ο Τούρκος διοικητής για το χωριό και επίσης όφειλαν να διατηρούν την τάξη και την ασφάλεια ανάμεσα στους χριστιανούς ή ακόμα και να δικάζουν υποθέσεις ανάμεσα σε χριστιανούς. Οι προεστοί κανόνιζαν ακόμα και για την καθαριότητα στα χριστιανικά χωριά και για μικρά δημόσια έργα.
Δρόμοι ανάμεσα στα χωριά της Λέσβου δεν υπήρχαν. Υπήρχαν μονοπάτια που περνούσαν πάνω από τα βουνά και ήταν δύσβατα. Γενικότερα, οι άνθρωποι δύσκολα μετακινούνταν και δύσκολα βγαίνανε από τα χωριά τους και περισσότερο οι γυναίκες. Η μεταφορά προϊόντων και ανθρώπων γινόταν πιο εύκολα με βάρκες από ακτή σε ακτή.
Οι Μουσουλμάνοι, αν και ήταν πολύ λιγότεροι, είχαν περισσότερα δικαιώματα πλήρωναν πολύ λιγότερους φόρους από τους χριστιανούς. Οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Αν υπήρχαν δικαστικές διαφορές ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και έναν Τούρκο, τότε δικάζονταν από τουρκικά δικαστήρια και σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, οι χριστιανοί δε γίνονταν αποδεκτοί ως μάρτυρες σε δίκες. Άρα, το δικαστήριο έβγαζε απόφαση μόνο από αυτά που κατέθεταν οι μουσουλμάνοι. Επίσης, οι χριστιανοί υποβάλλονταν σε αγγαρείες, δηλαδή για κάποιο καιρό κάθε χρόνο δούλευαν δωρεάν για το τουρκικό δημόσιο. Τις ημέρες της αγγαρείας οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να πάνε στα χωράφια τους και στο μεροκάματο. Ειδικά σε εμπόλεμες περιόδους οι χριστιανοί έκαναν επισκευές τειχών, κατασκεύαζαν πολεμικά πλοία κ.ά.. Υπήρχαν εκτελέσεις χριστιανών της τοπικής Εκκλησίας, που απαρνούνταν δημοσίως την ισλαμική θρησκεία. Επίσης, οι τιμές των προϊόντων καθορίζονταν από τους Τούρκους, οι οποίοι απαγόρευαν την εξαγωγή λαδιού στην Ευρώπη και κανόνιζαν να αγοράζουν το λάδι φτηνά και να το πουλάνε αλλού ακριβά. Ευτυχώς, οι κάτοικοι της Λέσβου εξαιρούνταν από το λεγόμενο “παιδομάζωμα”, γιατί προσέφεραν διάφορες υπηρεσίες στο οθωμανικό ναυτικό, δηλαδή για παράδειγμα υπηρετούσαν τη θητεία τους ως ναύτες σε εμπόλεμες περιόδους ή πρόσφεραν δωρεάν εργασία-αγγαρεία στο οθωμανικό ναυπηγείο της Μυτιλήνης.
Όλα αυτά δημιουργούσαν άσχημες συνθήκες ζωής στους Έλληνες της Λέσβου. Αυτό ήταν η κυριότερη αιτία που έκανε κάποιους Έλληνες να απαρνηθούν την πίστη τους και να γίνουν μουσουλμάνοι. Σε μία μάλιστα προφορική παράδοση αναφέρεται ότι στο χωριό Κλαπάδος στη Λαφιώνα περίπου στα 1700 οι κάτοικοι έγιναν μαζικά όλοι μουσουλμάνοι.
Τέλος, η συμβίωση στο ίδιο νησί των Ελλήνων και των Τούρκων άλλοτε ήταν αρμονική και άλλοτε όχι γιατί επηρεαζόταν από τις συνθήκες της εποχής, δηλαδή από τις επαναστάσεις των Ελλήνων και από τους πολέμους μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Η εκπαίδευση στην τουρκοκρατούμενη Λέσβο:
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας στη Λέσβο δεν υπήρχαν σχολεία. Στους αιώνες αυτούς υπάρχουν τα «παπαδικά» σχολεία, δηλαδή κάποιοι ιερείς και μοναχοί, οι οποίοι δίδασκαν ανάγνωση και γραφή στους νέους που ήθελαν να γίνουν ψάλτες ή ιερείς. Αυτά τα σχολεία στην προφορική παράδοση θα μείνουν σαν «κρυφά σχολεία». Το μόνο γνωστό οργανωμένο σχολείο στη Λέσβο κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ήταν η σχολή της Ιεράς Μονής Λειμώνος, στην Καλλονή, την οποία ίδρυσε μετά το 16° αιώνα εντός της Μονής, ο κτήτορας της Μονής άγιος Ιγνάτιος Αγαλλιανός με σκοπό τη διδασκαλία των πρώτων γραμμάτων στους δόκιμους μοναχούς.Στην πόλη της Μυτιλήνης ιδρύεται γύρω στα 1744 το πρώτο οργανωμένο σχολείο της πόλης το οποίο χτίζεται από ορισμένους προεστούς της εποχής οι οποίοι αποφάσισαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση μέρος των χρημάτων, που αποκόμισαν από την ενασχόλησή τους με εμπορικές δραστηριότητες.
Οικιστική κατανομή:
Οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι της Λέσβου σε κάποια χωριά ζούσαν μαζί, σε διαφορετικές όμως γειτονιές, και άλλοτε πάλι ζούσαν σε εντελώς διαφορετικά χωριά. Στην περιοχή μας ατα χωριά Λαφιώνας, Σκουτάρος και Στύψη ζούσαν μόνο χριστιανοί. Από άλλες πηγές ωστόσο αναφέρονται κάποιες οικογένειες Τούρκων στα χωριά αυτά, όμως οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν χριστιανοί. Ο Μόλυβος, ο Βαφειός, η Άργενος, η Σκαμνιά, η Πέτρα, το Πετρί, το Υψηλομέτωπο, η Φίλια και ο Λεπέτυμνος ήταν χωριά με μεικτούς πληθυσμούς χριστιανών και μουσουλμάνων. Στα χωριά αυτά υπήρχαν ξεχωριστές γειτονιές για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, με εξαίρεση το Μόλυβο, όπου τα χριστιανικά και μουσουλμανικά σπίτια ήταν σκορπισμένα σε όλο το χωριό. Επίσης, υπήρχαν και χωριά που ήταν αποκλειστικά τουρκικά. Στην περιοχή μας υπήρχε ο Κλαπάδος, κοντά στη Λαφιώνα, και η Αχιλλειοπηγάδα, κοντά στην Πέτρα.
Οι συχνές επιδρομές των πειρατών ή οι διάφορες επιθέσεις εναντίον του νησιού κατά τις συγκρούσεις μεταξύ των Οθωμανών και της Βενετίας, είχε σαν αποτέλεσμα να ερημωθούν τα παραλιακά χωριά του νησιού, εκτός από τη Μυτιλήνη και το Μολύβο, όπου υπήρχαν ισχυρά κάστρα, καθώς και την Πέτρα, που προστατευόταν από το βράχο. Οι κάτοικοι εγκαθίστανται στο εσωτερικό του νησιού και σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τη θάλασσα σε τόπους μη ορατούς από τη θάλασσα, για να μη δίνουν στόχο στα πειρατικά πλοία. Έτσι μέχρι σήμερα τα περισσότερα χωριά της Λέσβου είναι στο εσωτερικό του νησιού και όχι παραλιακά. Οι παραλιακοί οικισμοί που εγκαταλείφτηκαν μετατράπηκαν σε επίνεια των χωριών του εσωτερικού του νησιού. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η αντιμετώπιση της πειρατείας οδήγησε αρκετούς να εγκατασταθούν ξανά στα επίνεια, αρκετά από τα οποία επιβιώνουν μέχρι σήμερα, με το όνομα “Σκάλα”. Επειδή μέχρι τα 1900, δεν υπήρχαν μεγάλοι δρόμοι στο νησί, ήταν πιο εύκολη η μετακίνηση των κατοίκων και των εμπορευμάτων εντός το νησιού με μικρές βάρκες από Σκάλα σε Σκάλα.
Στα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας είναι εγκατεστημένοι μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί, οι οποίοι καλλιεργούν τα εύφορα εδάφη της περιοχής εκείνης ή ασχολούνται με το εμπόριο. Οι σχέσεις των κατοίκων της Λέσβου με τα απέναντι παράλια είναι έντονες και πολύ συχνές. Γενικότερα, υπήρχε και μεγάλη μετακίνηση ραβδιστών και εργατών προς τη Μικρά Ασία ανάλογα με τις ανάγκες της καλλιέργειας των ελιών.
Η ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 άρχισε να προετοιμάζεται από τη Φιλική Εταιρία. Η Φιλική Εταιρία ήταν ακριβώς μια μυστική οργάνωση Ελλήνων εμπόρων στη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι ήθελαν να μαζέψουν χρήματα, όπλα και εφόδια και να σχεδιάσουν μια ελληνική επανάσταση που θα απελευθέρωνε τους Έλληνες από του Τούρκους. Αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας ορίστηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ένας Έλληνας αξιωματικός του Ρωσικού στρατού. Ο Παλαιολόγος Λεμονής που ήταν λεσβιακής καταγωγής μεγαλέμπορος στην Οδησσό της Ρωσίας και στην Κωνσταντινούπολη, ήταν συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Αυτός προσπάθησε πρώτος να εντάξει στη Φιλική Εταιρία κάποιους άρχοντες και προεστούς της Λέσβου. Όμως μικρός μόνο αριθμός από τους προύχοντες της Μυτιλήνης δέχτηκε να ενταχθεί στη Φιλική Εταιρεία. Μάλιστα, ένας από αυτούς τους δημογέροντες της Μυτιλήνης, ο Χατζηγεωργάκης, ο οποίος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, φέρεται ότι πρόδωσε τους Λέσβιους Φιλικούς στις τοπικές οθωμανικές αρχές. Ύστερα από την προδοσία αυτή, συνελήφθησαν αρκετοί και κάποιους τους κρέμασαν, ενώ άλλοι πέθαναν στη φυλακή.
Η γεωγραφική θέση της Λέσβου έκανε το νησί πολύ σημαντικό για τους Τούρκους, γιατί το νησί είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την είσοδο του κόλπου του Αδραμυττίου και την έξοδο των Δαρδανελλίων, από όπου έβγαινε ο τουρκικός στόλος στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η πόλη της Μυτιλήνης, χάρη στο ισχυρό κάστρο που διέθετε, παρείχε τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια στα πληρώματα του οθωμανικού στόλου. Κανένα άλλο κάστρο του Βορειοαντολικού Αιγαίου δεν ήταν τόσο ασφαλές. Ο οθωμανικός στόλος, όταν έβγαινε από τον Ελλήσποντο, αγκυροβολούσε κατά προτίμηση στην πόλη της Μυτιλήνης για ανεφοδιασμό. Στην πόλη της Μυτιλήνης μάλιστα λειτουργούσε πολεμικό ναυπηγείο, στο οποίο μαρτυρείται ναυπηγική δραστηριότητα. Το ναυπηγείο αυτό, το οποίο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αυτοκρατορίας, βρισκόταν, τουλάχιστον κατά το 18° και τις αρχές του 19ου αιώνα, στο νότιο λιμάνι της πόλης και συγκεκριμένα εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Δημοτικός κήπος και το παλιό Νομαρχιακό μέγαρο.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι Οθωμανοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην ξεσπάσει επανάσταση και στη Λέσβο. Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, ο οθωμανικός στόλος αλλά και ο Αιγυπτιακός στόλος αγκυροβολούσε συχνά στη Λέσβο. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης οι Τούρκοι πήραν πολλά μέτρα για να εξασφαλίσουν την κατοχή της Λέσβου. Συγκεκριμένα:
· έχτισαν γύρω από την πόλη της Μυτιλήνης ένα χαμηλό περιτείχισμα, το οποίο περιέκλειε τόσο τη χριστιανική όσο και τη μουσουλμανική συνοικία της πόλης.
· Ενίσχυσαν το κάστρο της Μυτιλήνης κατασκευάζοντας περιμετρικά τάφρο, επίχωμα και φράγμα πασσάλων.
· Τον Απρίλιο και Μάιο του 1821 εγκαταστάθηκαν, 3.000 γενίτσαροι, υπό τη διοίκηση ενός πασά, ο οποίος ανέλαβε και την πολιτική διοίκηση του νησιού. Οι γενίτσαροι αυτοί εγκαταστάθηκαν στη χριστιανική συνοικία της πόλης της Μυτιλήνης και μάλιστα δεσμεύτηκαν πολλά σπίτια χριστιανών.
· Μεταφέρθηκε στη Λέσβο από τη Μικρά Ασία πλήθος άτακτων ένοπλων μουσουλμανικών ομάδων, οι οποίοι γυρνούσαν από χωριό σε χωριό, βιαιοπραγούσαν και τρομοκρατούσαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς.
· Συλλαμβάνονταν κατά καιρούς χριστιανοί δημογέροντες, οι οποίοι και κρατούνταν προσωρινά ως όμηροι, προκειμένου να αισθάνονται οι οθωμανικές αρχές διασφαλισμένες από το ενδεχόμενο ένοπλης εξέγερσης των χριστιανών της Λέσβου.
Το «Τζουλούσι»
Το «τζουλούσι» ήταν η εξέγερση των μουσουλμάνων κατά των χριστιανών του της Μυτιλήνης. Η εξέγερση αυτή έγινε στις 27 Μαίου 1821 και πιθανότατα είχε ως στόχο το δημογέροντα Χατζηγεωργάκη Μάνδρα, ο οποίος αν και χριστιανός, διέθετε τέτοια ισχύ ώστε να επηρεάζει την οθωμανική διοίκηση. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης λεηλάτησαν τα εργαστήρια της αγοράς, το ναό του Αγίου Συμεών και την οικία του Χατζηγεωργάκη Μάνδρα. Οι λεηλασίες που υπέστησαν οι χριστιανοί συνοδεύτηκαν και από τις σφαγές 47 τουλάχιστον χριστιανών. Η εξάπλωση των εκτρόπων εναντίον του χριστιανικού στοιχείου της Μυτιλήνης αποτράπηκε από τον μουσουλμάνο προύχοντα Μουσταφά αγά Κουλαξίζ, Λέσβιο στην καταγωγή, ο οποίος, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, μόλις πληροφορήθηκε τα έκτροπα, έσπευσε και σταμάτησε το μουσουλμανικό όχλο. Η χριστιανική κοινότητα της Μυτιλήνης με πρωτεργάτη το Χατζηγεωργάκη Μάνδρα, μάζεψε αργότερα χρήματα, ώστε ο Κουλαξίζ να εξαγοράσει τη θέση του διοικητή της Λέσβου, επειδή τον θεωρούσαν φιλικό απέναντι στους χριστιανούς του νησιού.
Την ίδια μέρα που στη Μυτιλήνη γινόταν το «τζουλούσι», στην παραλία της Ερεσού πυρπολήθηκε και καταστράφηκε η Τουρκική ναυαρχίδα με το όνομα “Μανσουργιέ” που στα ελληνικά σημαίνει “Κινούμενο Βουνό”. Το πλοίο έφερε 74 κανόνια και καταδιωκόμενο από τον ελληνικό στόλο, κατέφυγε στις 24 Μαΐου στον όρμο της Ερεσού, στον οποίο και παρέμεινε, λόγω θαλασσοταραχής, επί τρεις ημέρες. Τελικά, ύστερα από δυο αποτυχημένες προσπάθειες, στις 27 Μαΐου 1821, ο Δημήτριος Παπανικολής κατόρθωσε να προσκολλήσει ένα πυρπολικό στο οθωμανικό πλοίο και να το ανατινάξει. Αργότερα, όταν έφτασαν από τη Μυτιλήνη, οδικώς, οι τουρκικές στρατιωτικές ενισχύσεις, έσφαξαν πολλούς χριστιανούς για αντίποινα, μεταξύ των οποίων και τους μοναχούς ενός κοντινού μοναστηριού.
Μεταφέρθηκαν στη Λέσβο από τη Μικρά Ασία πολλοί ένοπλοι μουσουλμάνοι οι οποίοι σε ομάδες έκαναν ληστρικές επιδρομές στα χωριά του νησιού, λήστευαν, λεηλατούσαν και έσφαζαν ανεξέλεγκτα. Αυτοί ονομάζονταν «βασιβουζούκοι». Ο Τούρκος διοικητής της Λέσβου Μουσταφά αγά Κουλαξίζ και ο Χατζηγεωργάκης Μάνδρας, συγκέντρωσαν σημαντικό ποσό χρημάτων, το έδωσαν στους βασιβουζούκους και έτσι τους έπεισαν να επιβιβαστούν σε πλεούμενα και να φύγουν από το νησί.
Στα χωριά της Λέσβου όπου υπήρχαν λίγοι ή καθόλου Τούρκοι υπήρχαν διαθέσεις για συμμετοχή στην επανάσταση του 1821. Έτσι, στην Αγιάσο και στο παλιό Πλωμάρι (σημερινό Μεγαλοχώρι), που ήταν δύο χωριά γειτονικά, ορεινά και δυσπρόσιτα την εποχή εκείνη και ήταν αποκλειστικά χριστιανικά, εκδηλώθηκε στα τέλη Απριλίου του 1822 επαναστατική εξέγερση. Η εξέγερση αυτή καταπνίγηκε εύκολα από τις οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που κινητοποιήθηκαν αμέσως.
Όσοι Λέσβιοι ήταν ύποπτοι για συμμετοχή στη Φιλική Εταιρία εξορίστηκαν άλλοτε με δική τους επιλογή και άλλοτε μετά από τουρκικές πιέσεις. Πολλοί Λέσβιοι με τις οικογένειές τους θα αρχίσουν να μεταναστεύουν προς τις ελεύθερες περιοχές. Άλλοι πάλι θα συμμετάσχουν στον αγώνα για την ελευθερία των Ελλήνων ως μέλη πληρωμάτων πλοίων και πυρπολικών, κυρίως σπετσιώτικων και ψαριανών ή σε διάφορα σώματα που είχαν συγκροτήσει Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί.
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Τανζιμάτ
Το 1840 το οθωμανικό κράτος αναγκάστηκε από τους Ευρωπαίους να κάνει μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, στην οργάνωση του κράτους και στη στάση του κράτους απέναντι στα υπόδουλα έθνη. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ονομάστηκαν «τανζιμάτ» και έδιναν αρκετά δικαιώματα και ελευθερίες στους υπόδουλους Έλληνες. Πλέον οι διοικητές της Λέσβου διορίζονταν από το κράτος χωρίς να “εξαγοράζουν” τη θέση τους με τη μέθοδο της εκμίσθωσης των φόρων. Οι χριστιανοί μπορούσαν να κατέχουν δημόσιες θέσεις, αλλά στην πραγματικότητα λίγοι χριστιανοί γίνονταν δημόσιοι υπάλληλοι. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι επιτράπηκε το εμπόριο λαδιού και σαπουνιού με το εξωτερικό. Έτσι, οι Λέσβιοι ελαιοπαραγωγοί και έμποροι αρχίζουν να πλουτίζουν από το εμπόριο λαδιού. Ανοίχθηκαν νέες αγορές για το λεσβιακό λάδι και το σαπούνι στη νότια Ρωσία, στις Παραδουνάβιες χώρες και στην Ευρώπη. Στις περιοχές αυτές εκατοντάδες Λέσβιοι θα εγκατασταθούν ως πάροικοι, για να προωθήσουν καλύτερα τα εμπορικά τους συμφέροντα. Μετά το 1840 και το «Τανζιμάτ», λόγων των εξαγωγών και του εμπορίου των πλουσίων Ελλήνων της Λέσβου, αρχίζουν να χτίζονται νέα σχολεία στη Λέσβο.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος κηρύχθηκε στις 5 Οκτωβρίου του 1912. Σε αυτόν η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο πολέμησαν όλοι μαζί κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αφορμή ήταν η άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να σεβαστεί τα δικαιώματα των χριστιανών που ζούσαν στα εδάφη της. Η αιτία του πολέμου ασφαλώς ήταν η επιθυμία των βαλκανικών λαών να απελευθερώσουν τα εδάφη όπου κατοικούσαν ορθόδοξοι χριστιανοί με ελληνική, σερβική και βουλγαρική εθνική συνείδηση.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανέθεσε στο ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη τη διοίκηση του ελληνικού στόλου. Αυτός προχώρησε στην άμεση κατάληψη των νησιών που βρίσκονταν κοντά στην έξοδο των Δαρδανελλίων, γιατί ήθελε να μην επιτρέψει στον τουρκικό στόλο να βγει στο Αιγαίο. Το πρώτο νησί που απελευθερώθηκε ήταν η Λήμνος στις 8 Οκτωβρίου του 1912, γιατί ο ναύαρχος ήθελε να χρησιμοποιήσει τον κόλπο του Μούδρου ως φυσικό αγκυροβόλιο του ελληνικού στόλου. Έτσι ο οθωμανικός στόλος εγκλωβίστηκε στα στενά και τις δύο φορές, που προσπάθησε να βγει στο Αιγαίο έχασε τις ναυμαχίες. Μετά τη Λήμνο ακολούθησε η κατάληψη από τον ελληνικό στόλο των γειτονικών νησιών, δηλαδή της Ίμβρου, της Τενέδου και της Σαμοθράκης. Η Λέσβος και η Χίος, επειδή βρίσκονταν αρκετά μακριά από την έξοδο των Δαρδανελλίων δεν εντάσσονταν άμεσα στα σχέδια του Κουντουριώτη και γι’ αυτό η απελευθέρωσή τους καθυστερούσε.
Το φθινόπωρο του 1912 οι χριστιανοί της Λέσβου έβλεπαν ότι η μεγάλη στιγμή για την απελευθέρωση πλησιάζει. Πίστευαν στον καινούργιο κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ότι θα έκανε πραγματικότητα τον πόθο των Λεσβίων, για τη λύτρωσή τους από την τουρκική κατοχή. Στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη.
Η Λέσβος ολόκληρη βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η Μήθυμνα ζούσε έντονα την προσμονή της μεγάλης στιγμής της απελευθέρωσης. Ένας νεαρός ιχθυοπώλης από τη Μήθυμνα, ο Μιχάλης Σαβάδας, με το συνεταίρο του Μουσταφά Εφέντη, βρέθηκαν με τη βάρκα τους στο απέναντι από τη Μήθυμνα χωριό της Μ. Ασίας που λέγεται Μπαμπά-Καλέ. Ήταν οι πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1912. Στον όρμο του Μπαμπά-Καλέ είχαν πέσει γουφάρια και άλλα ψάρια. Φόρτωσαν λοιπόν γουφάρια και σε λίγες ώρες τα έφεραν να τα πουλήσουν στη Μήθυμνα.
O μικρός Μιχάλης Σαβάδας είπε στους χωριανούς τους τι άκουσαν από τους τρομοκρατημένους Τούρκους ψαράδες του Μπαμπά-Καλέ. Λέγανε οι Τούρκοι ότι Ελληνικά καράβια με τον ατρόμητο «Αβέρωφ» γύριζαν μπροστά στον Ελλήσποντο κι ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη Λέσβο.
Το νέο, πετώντας από στόμα σε στόμα, πήγε και στ’ αφτιά του τούρκου διοικητή της περιοχής, ο οποίος διέταξε και συνέλαβαν το νεαρό Μιχάλη. Άρχισαν τις ανακρίσεις με ραβδισμούς. Ευτυχώς έτρεξε ο συνεταίρος του Μουσταφάς και τον γλίτωσε, λέγοντας στις αρχές ότι τα νέα τα άκουσαν από τις λιμενικές αρχές του Μπαμπά Καλέ.
Οργανώθηκαν κρυφές ελληνικές επιτροπές στη Μυτιλήνη και στο Πλωμάρι, οι οποίες επικοινωνούσαν με τον ελληνικό στόλο και πίεζαν για γρήγορη επέμβαση του στόλου. Η επιτροπή Πλωμαρίου κατόρθωσε να φθάσει με το δικό της καΐκι στο Μούδρο της Λήμνου και να συναντήσει το ναύαρχο Κουντουριώτη, τον αρχηγό του ελληνικού στόλου. Του παρέδωσαν μάλιστα τα έγγραφα του μητροπολίτη Κύριλλου, των δημογερόντων Μυτιλήνης και Πλωμαρίου, που τον παρακαλούσαν να καταλάβει όσο πιο γρήγορα γινόταν το νησί πριν οι Τούρκοι αρχίσουν να βιαιοπραγούν κατά των χριστιανών της Λέσβου.
Αποφασίστηκε να γίνει η κατάληψη της Λέσβου στις 8 Νοεμβρίου, λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι στόχευε ο ελληνικός στρατός. Στην πόλη της Μυτιλήνης, εκτός από την κρυφή ελληνική επιτροπή του αγώνα, δημιουργείται και μια μεικτή επιτροπή από χριστιανούς και μουσουλμάνους με σκοπό την αποφυγή αιματοχυσίας στη Μυτιλήνη. Η επιτροπή αυτή αποτελούνταν εκ μέρους των χριστιανών από το μητροπολίτη Κύριλλο, το δήμαρχο Βασιλείου και άλλους δημογέροντες ενώ από τη μεριά των Τούρκων της Μυτιλήνης συμμετείχε ο μουφτής, ο Μπεκίρ μπέης και άλλοι αξιωματούχοι Τούρκοι της Μυτιλήνης. Οι εκπρόσωποι των δύο εθνοτήτων αποφάσισαν να σταθούν ψύχραιμοι σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες και να μην γίνουν έκτροπα μεταξύ τους. Αυτή η επιτροπή ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή, αν τυχόν και έρθουν τα ελληνικά πολεμικά, ν’ απομακρύνει την τουρκική φρουρά από την πόλη, για να μην βομβαρδιστεί η πόλη και υπάρξουν θάνατοι μεταξύ των αμάχων κι καταστροφές. Οι Τούρκοι αποδέχτηκαν την πρόταση αν και κάποιοι αξιωματικοί τους έδειχναν να μη συμφωνούν.
Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου 1912 στις 7.00 μπροστά στη Μυτιλήνη βρίσκεται ο ελληνικός στόλος: Τα θωρηκτά «Αβέρωφ», «Σπέτσαι», «Ύδρα», «Ψαρά» και άλλα βοηθητικά πολεμικά. Οι Έλληνες της Μυτιλήνης ξεχύνονται στους δρόμους και πλησιάζουν τις ακρογιαλιές. Χιλιάδες ελληνικές σημαίες στόλισαν τα χριστιανικά σπίτια, τα δημόσια κτήρια, το δημοτικό κήπο και την προκυμαία. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και χαιρετιστήριοι πυροβολισμοί ακούγονταν από τα χριστιανικά παράθυρα και μπαλκόνια και ο κόσμος αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με γνωστούς και άγνωστους, φωνάζοντας Χριστός ανέστη.
Εκείνη την ώρα οι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι και Έλληνες, συσκέπτονταν για όσο το δυνατόν αναίμακτη αποχώρηση των Τούρκων από τη Μυτιλήνη. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης παραδίδει τελεσίγραφο στο οποίο ζητάει την παράδοση της πόλης εντός τριών ωρών. Ο Τουρκικός στρατός αποχωρεί προς το εσωτερικό του νησιού, για να στήσει την άμυνά του. Στη μιάμιση άρχισε η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στην «Πετρόσκαλα», εκείπου σήμερα είναι το Τελωνείο, και σε διάφορα άλλα μέρη ταυτόχρονα. Η Ελληνική δύναμη κατοχής στις 8 Νοεμβρίου 1912 ήταν 1396 στρατιώτες. O διοικητής του στρατού κατοχής Ταγματάρχης Μανουσάκης διορίζεται επίτροπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Νάυαρχος Κουντουριώτης στο διάγγελμά του θα εγγυηθεί την ασφάλεια και την περιουσία όλων των κατοίκων της Μυτιλήνης και του νησιού ανεξαρτήτως θρησκείας και έθνους. Συνεπώς, ο Ελληνικός στρατός προσπαθεί να μη διαταράξει τις σχέσεις ανοχής ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους κατοίκους της Λέσβου εκείνη την εποχή.
Ναύαρχος Κουντουριώτης Παύλος, «το ανακοινωθέν» |
Εγγυώμεθα τον απόλυτον σεβασμόν και απρόσβλητον διατήρησιν των ιδιωτικών δικαιωμάτων της ζωής, της θρησκευτικής και προσωπικής ελευθερίας, της τιμής, των οικογενειακών σχέσεων και της ιδιοκτησίας, εις πάντας τους κατοίκους της καταληφθείσης νήσου, αδιακρίτως φυλετικής καταγωγής ή θρησκεύματος, θεωρούντες αυτούς πάντας αδιακρίτως ίσους μεταξύ των ως προς τε τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις, ιδιαιτέραν δε εγγυώμεθα προστασίαν εις τα ιερά και ευαγή και φιλανθρωπικά καθιδρύματα, ων η περιουσία θα μείνει άθικτος και θα διοιχήται, όπως και μέχρι τούδε, άνευ παρεμβάσεως του ημετέρου Επιτρόπου. |
Ασημάκης Πανσέληνος, «Τότε που ζούσαμε» |
Από την ώρα πού οι άνθρωποι ξύπνησαν κι είδαν τις σιλουέτες των καραβιών αραγμένες, ανοιχτά, στo φώς της αυγής, ως τις 11 πριν από το μεσημέρι περίπου, πού ή τούρκικη φρουρά, τραβήχτηκε στο εσωτερικό του νησιού, ή αιώνια τάξη του κόσμου της θειά Κατίγκως, αναποδογύρισε μονομιάς. Και δεν υπάρχει πιο συγκλονιστική αλλαγή στη ζωή, παρά του σκλάβου πού γίνεται λεύτερος ? την ώρα εκείνη που αντικρίζει τη λευτεριά. Εκείνη την Πέμπτη το απόγευμα, oι δρόμοι της Μυτιλήνης ήταν πλημμυρισμένοι χαρτιά, ντεφτέρια, χερόγραφα κι έντυπα σέ αραβική γραφή, από τα λεηλατημένα δημόσια καταστήματα, και πυρομαχικά ήταν σπαρμένα μες στα σοκάκια, το υλικό μιας ιστορίας που σκόρπιζε ? παίζαν μ? αυτό τα παιδιά! Άνοιξαν μονάχες οι φυλακές. Μισόγυμνοι, αξούριστοι, αγριεμένοι άνθρωποι μ’ ένα μπόγο στον ώμο, λογής κατάδικοι και βαρυποινίτες, βγήκαν στο φως και κουμαντέρναν τα βήματα τους ? γυρεύαν τρόπο να πάνε στα χωριά τους, μα οι Τούρκοι φεύγοντας πήραν μαζί τους και τον πιο ξεχαρβαλωμένο αραμπά. Βλέπαν κι απόβλεπαν και παίρναν το δρόμο με τα ποδάρια. Ο κόσμος αλάλαζε κι έμοιαζε σαν οι ίδιοι οι Μυτιληνιοί να γιουρούντισαν από κάποιον άλλο τόπο και να κυρίευαν τα σπίτια τους, αδιανόητη στιγμή στην ανθρώπινη περιπέτεια ? όταν ή καταστροφή, σαν έμπειρος σκηνοθέτης, σκηνοθετεί μια ζωή νέα από τα χαλάσματα της παλιάς. Το απόγευμα ξεχυθήκαν και οι Έλληνες στρατιώτες στούς δρόμους κι έγινε το ανάστα ο θεός. Δε θα ξεχάσω την απογοήτεψη πού δοκίμασα, όταν τούς είδα ντυμένους χακί (όπως οι Τούρκοι στρατιώτες). Αν είχα δει ποτέ την εικόνα ενός Έλληνα, αυτός ήταν ναύτης. Και δε μπορούσα ποτέ να φανταστώ Έλληνα πολίτη ή στρατιώτη πού να μη φοράει μπλε ? εκτός αν ήταν αρχαίος, οπότε έπρεπε να φοράει χλαμύδα. Από τη μέρα εκείνη η εθνική λευτεριά σαν ισχυρός καταλύτης αλλάζει την ποιότητα των ανθρώπων και τη ζωή τους, έκτος απ’ αυτό πού είναι από μόνο του ανάλλαχτο. Γιατί ό άνθρωπος γίνεται άνθρωπος από την ώρα πού παίρνει συνείδηση της ελευθερίας του. Και τί παράξενο. Αμέσως σχεδόν άρχισε να γεννιέται και μια συμπόνια για τούς ξεπεσμένους καταχτητές. Ο πατέρας μου άρπαξε από το γιακά, μες στο καταμεσήμερο, κάποιο Ρωμιό πού επιτέθηκε ενάντια στο φίλο του τον Ομέρ μπέη, ένα γέροντα Τούρκο αριστοκράτη. Κι εγώ περνώντας έξω από το μαγαζί του Γιουσούφ πού σιδέρωνε πάντα τα φέσια του με τον ίδιο αργό ρυθμό, δοκίμασα, μια στιγμή, να τον αναγελάσω, όμως εκείνος δε με έβρισε πια, μόνε με κοίταξε με ήμερο βλέμμα ζώου, σα να ρωτούσε πώς έγινε κι άλλαξε, έτσι ή τάξη του κόσμου ? κι από τότε δε χάραξε πια τ’ αχείλι μου σαν περνούσα. |
Το βράδυ της 8 Νοεμβρίου 1912 ο στόλος αναχωρεί για την απελευθέρωση της Χίου. Έμειναν μόνο λίγα καράβια στο νησί.
Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Πέτρα το τορπιλοβόλο «14» και ο πλοίαρχός του διαβεβαίωσε τους Πετριάνους ότι θα παρέμενε εκεί το πλοίο, μέχρι να έλθει ο ελληνικός στρατός. O κόσμος ενθουσιάστηκε. Στο Μόλυβο εξαφανίστηκαν από τα μαγαζιά το γαλάζιο και λευκό πανί, γιατί όλοι οι Έλληνες ετοίμαζαν στα κρυφά Ελληνικές σημαίες. Οι οθωμανικές αρχές έκαναν έρευνες σε σπίτια για να βρούνε τέτοιες σημαίες και να τιμωρήσουν τους κατόχους τους.Αλλά τη νύχτα το καράβι πήρε σήμα για ένταξή του σε νηοπομπή κι έφυγε σύμφωνα με τη διαταγή. Τότε επέστρεψαν οι Τούρκοι χωροφύλακες μαζί με βασιβουζούκους, δηλαδή συμμορίες ατάκτων Τούρκων που λεηλατούσαν, λήστευαν και σκότωναν, για να τρομοκρατούν τους κατοίκους των χωριών και να μην ξεσηκώνονται. Οι βασιβουζούκοι λεηλάτησαν σπίτια και μαγαζιά στην Πέτρα. Σκότωσαν τον Ελευθέριο Τατά, το δημογέροντα Φωτιάδη, δύο ακόμα Πετριανούς, τραυμάτισαν σοβαρά τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ν. Ελευθεριάδη και ξυλοκόπησαν πολλούς Πετριανούς.
Στις 10 Νοεμβρίου ελληνικά πλοία κατέλαβαν το Πλωμάρι, που στο μεταξύ είχε διώξει την τουρκική φρουρά. Στις 12 Νοεμβρίου διώχνονται οι τουρκικές αρχές του Πολιχνίτου. Στις 15 Νοεμβρίου καταλύονται και στη Γέρα οι τουρκικές αρχές. Το νησί τώρα το κατέχουν δύο δυνάμεις. Το νοτιοανατολικό η Ελλάδα και το βορειοδυτικό ο τουρκικός στρατός, που είχε το στρατηγείο του στον Κλαπάδο, ένα μουσουλμανικό χωριό πάνω από τη Λαφιώνα.
Τις επόμενες ημέρες στα χωριά της περιοχής μας έγιναν τρομερά κακουργήματα από Τούρκους ατάκτους, με αρχηγό τους τον Κεμάλ αγά, πρώην αστυνομικό στην Καλλονή. Συνέλαβαν χριστιανούς, τους ξυλοκόπησαν άγρια και τους πήραν χρήματα. Σκότωναν, ρήμαζαν χριστιανικά χωριά και ήταν ο τρόμος και ο φόβος από όπου περνούσαν. Αυτή την περίοδο ο αγροτικός πληθυσμός την ονομάτισε τα «φόβια». Όμως τα γεγονότα βίας και η εγκληματικότητα θα ήταν πολλαπλάσια, εάν δεν επενέβαινε ο Τούρκος διοικητής, ο οποίος και περιόρισε όσο μπόρεσε τον Κεμάλ αγά και τη δράση του.
Ωστόσο, και από την πλευρά των χριστιανών έγιναν άγρια εγκλήματα με τη δικαιολογία της άμυνάς τους, ενώ βαθύτερο κίνητρο στις πράξεις τους ήταν η εκδίκηση. Αρκετοί χριστιανοί Λέσβιοι πήραν όπλα από τον ελληνικό στρατό, για να περιπολούν στ χωριά τους και να τα προστατεύον από τους «βασιβουζούκους», όμως κάποιοι από αυτούς χρησιμοποιούσαν τα όπλα αυτά για να τρομοκρατήσουν τους μουσουλμάνους και να τους εκδικηθούν. Έτσι, πράξεις τρομοκρατίας κατά του άμαχου πληθυσμού δεν έλειψαν ούτε από τους χριστιανούς ούτε από τους μουσουλμάνους αντάρτες στις περιοχές της δράσης τους, με αποτέλεσμα η Λέσβος να γνωρίσει στιγμές βαρβαρότητας. Για το λόγο αυτό οι ελληνικές αρχές γρήγορα ζήτησαν τον αφοπλισμό των χριστιανικών ανταρτικών σωμάτων και τιμώρησαν αρκετούς ένοπλους που πρωτοστάτησαν σε επεισόδια εναντίον του άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1912 το ελληνικό πολεμικό «Αρκαδία» εμφανίστηκε μπροστά στο λιμάνι της Μήθυμνας. Μέσα στο λιμάνι βρίσκονταν πολλά καΐκια χριστιανών και τούρκων. O διοικητής του «Αρκαδία», επειδή υποψιαζόταν πως αυτά τα καΐκια θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, για να μεταφέρουν ενισχύσεις από τη Μ. Ασία, έστειλε ένα σημαιοφόρο με μια βενζίνα με λευκή σημαία και ζήτησε από τις τουρκικές αρχές της Μήθυμνας να του παραδώσουν τα τιμόνια των καϊκιών του λιμανιού. Οι τουρκικές αρχές αρνήθηκαν.
Το «Αρκαδία» βομβάρδισε το λιμάνι, κατέστρεψε τα καΐκια, το Λιμεναρχείο, το Τελωνείο και το Υγειονομείο.
Κατατρόμαξαν οι Τούρκοι με την επιτυχία και ακρίβεια των ελληνικών βολών. Με την πρώτη βολή κόπηκε στα δύο ο ιστός του Λιμεναρχείου, όπου κυμάτιζε η τουρκική σημαία.
«Η Μήθυμνα στα κύματα των αιώνων» (Γιώργος Τσαλίκης) |
Τα άτακτα στοιχεία των Τούρκων, οι φενταήδες, μαζί με τους φανατικούς Τούρκους της Μήθυμνας επεχείρησαν να τη λεηλατήσουν. Στη Μήθυμνα όμως υπήρχαν δύο κέντρα, που κατεύθυναν εκείνες τις μέρες τα γεγονότα. Από την τουρκική πλευρά η Λέσχη των Νεότουρκων, που είχαν τα γραφεία τους στο κτήριο του Μαλέργου, απέναντι από το μεγάλο λουτρό, και που αρχηγός τους ήταν ο Τζελάλ μπέης, ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού, όπου στεγάζεται σήμερα ο Δήμος Μήθυμνας. Από τη χριστιανική πλευρά το καφενείο του Δανιήλ, αυτό που έχει σήμερα ο Λάμπρος Χαβουτσιώτης. Στο ιδιαίτερο δωμάτιο του γίνονταν οι συναντήσεις και αρχηγός τους ήταν ο δικηγόρος Δημήτριος Σάββας, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός βουλευτής στο τουρκικό κοινοβούλιο, γιατί οι Τούρκοι, με διάφορους εκλογικούς νόμους που μαγείρεψαν, κατόρθωσαν να μην εκλεγεί Χριστιανός βουλευτής, εκτός από τον πανέξυπνο Μηθυμναίο Δημήτριο Σάββα, που αποκαλούνταν «βόρεια αλώπηξ», δηλαδή βόρεια αλεπού. Τους φενταήδες υποκινούσαν οι Νεότουρκοι και ειδικά ο Τζελάλ μπέης. Μέσα σ’ αυτό το μίσος που επικρατούσε στη Μήθυμνα ξεπετάχτηκε ο καλόψυχος μουφτής της Μήθυμνας Νουχ εφέντης και οι δύο μετριοπαθείς Τούρκοι Μπέηδες και σε συνεργασία με το Δημήτριο Σάββα κατόρθωσαν ν’ αποφύγει η Μήθυμνα τη λεηλασία. Σε μια απόπειρα ενός Τούρκου να σκοτώσει το δήμαρχο Κωνσταντίνο Κέπετζη, ο μουφτής Νουχ εφέντης αγκάλιασε το δήμαρχο και τον γλίτωσε. Επίσης ο Μουσταφάς εφέντης, λοχίας του τακτικού τουρκικού στρατού, με μια δυνατή κλοτσιά σ’ ένα μαινόμενο άτακτο, που όρμησε να σκοτώσει με μαχαίρι το Δημήτριο Σάββα, κατόρθωσε να τον γλιτώσει. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν πάρθηκαν δύο πρωτοβουλίες από τη μετριοπαθή πτέρυγα των Τούρκων και χριστιανών, που πάσχιζαν να κρατήσουν τη Μήθυμνα μακριά από την αιματοχυσία στις δύσκολες αυτές ώρες. O μουφτής Νουχ εφέντης, γνωστός του διοικητή του τούρκικου στρατού στο στρατόπεδο του Κλαπάδου, και ο Δημήτριος Σάββας, βουλευτής του τουρκικού κοινοβουλίου, άριστος γνώστης της τουρκικής γλώσσας, έγραψαν ένα γράμμα και παρακαλούσαν το διοικητή Γκανί μπέη ν’ απομακρύνει τους φενταήδες από τη Μήθυμνα. O Δημήτριος Σάββας αναλάμβανε εκ μέρους των Χριστιανών της Μήθυμνας να διαφυλάξει την ησυχία στο χωριό. Το γράμμα το έστειλαν εμπιστευτικά με το Νικόλα Φριγγή, ένα πραγματικά άξιο παλικάρι, και το θρησκευόμενο Χουνσού. O μουφτής τους είπε ότι αυτό το γράμμα είναι θέλημα του Αλλάχ. Οι απεσταλμένοι, όταν έφτασαν κοντά στη Λαφιώνα, με τα άσπρα μαντίλια τους, είδαν τα τουρκικά φυλάκια από μακριά. Τα καραούλια τους σταμάτησαν, τους έδεσαν τα μάτια και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο στον Κλαπάδο, στο διοικητή τους Γκανί μπέη. Διάβασε εκείνος το γράμμα, διέταξε και τους έδωσαν συσσίτιο, τους κράτησαν μέχρι να σκοτεινιάσει και τους άφησαν να γυρίσουν στη Μήθυμνα. O Γκανί μπέης τους είπε πηγαίνετε τα σεβάσματά μου στο μουφτή και στο φίλο μου Δημήτριο Σάββα και τούτο μονάχα πέστε τους. «Αλαχίν γκενί-γι-ολούρ» (του Θεού θα γίνει). Πράγματι την άλλη μέρα εξαφανίστηκαν από τη Μήθυμνα οι φενταήδες. Συγχρόνως μια επιτροπή από το Δημήτριο Σάββα και τους δύο μετριοπαθείς μπέηδες, επιβιβάστηκε σε μια βάρκα και συνάντησε τα ελληνικά πολεμικά πλοία στον όρμο της Πέτρας. Έδωσε έγγραφο της Δημογεροντίας της Μήθυμνας, στον επικεφαλής του στόλου πλοίαρχο Δαμιανό, όπου παρακαλούσαν την άμεση κατάληψη της Μήθυμνας από τον ελληνικό στόλο. O πλοίαρχος Δαμιανός κατασυγκινημένος τους απάντησε. Αδυνατώ να κάνω κατοχή της Μήθυμνας, γιατί δεν έχω σχετική διαταγή από την Ελληνική κυβέρνηση. Η επιτροπή γύρισε άπραχτη στη Μήθυμνα, αλλά οι αφηνιασμένοι Νεότουρκοι αποπειράθηκαν να τους συλλάβουν. Επενέβη όμως ο μουφτής Νούχ εφέντης και γλίτωσαν τη σύλληψη. |
Ο ελληνικός στρατός είχε ενισχυθεί σημαντικά, με την προσθήκη σε αυτόν 1.500 περίπου ανδρών και πολλών ντόπιων εθελοντών. Το κύριο σώμα των εθελοντών αποτελούσε η περίφημη Λεσβιακή Φάλαγγα, η οποία απαρτιζόταν από 210 Λέσβιους μετανάστες που είχαν έρθει από την Αμερική, για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους. Στις 6 και 7 Δεκεμβρίου έγινε η μεγάλη επίθεση του ελληνικού στρατού στα υψώματα «Τυραννίδι» και «Πετσοφάς», κοντά στο μοναστήρι του Λειμώνος.
Με την επίθεση του ελληνικού στρατού και με τον αδιάκοπο βομβαρδισμό των ελληνικών καραβιών από τον όρμο της Πέτρας, οι Τούρκοι υπέκυψαν και στις 8 Δεκεμβρίου στο ύψωμα «Πετσοφάς» υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού.
Τους Λέσβιους Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες, αφού τους αφόπλισαν τους έστειλαν στα σπίτια τους. Το βράδυ της 8 Δεκεμβρίου όλος ο τουρκικός στρατός μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Μήθυμνας. Τους τραυματίες την ίδια βραδιά τους έστειλαν με καΐκια στην πατρίδα τους τη Μικρά Ασία. Όλους τους άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες, σύνολο 1500, τους έστειλαν με ατμόπλοια στον Πειραιά ως αιχμάλωτους πολέμου.
Έτσι απελευθερώθηκε ο τόπος μας πριν 100 χρόνια.
Η διεθνής συνθήκη, με την οποία θα γίνει οριστικά και επίσημα η ενσωμάτωση της Λέσβου στο Ελληνικό κράτος είναι η Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία υπογράφηκε 11 χρόνια αργότερα, δηλ. το 1923. Στα πλαίσια αυτής της Συνθήκης οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Λέσβου αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το νησί. Στη θέση τους ήρθαν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα χωριά ή στις συνοικίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι.
Η γιορτή οργανώθηκε από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου Παντελίδη Παναγιώτη, Βερβέρη Ελένη και Κάβουρα Μπάμπη.