Για τις 17 Νοεμβρίου 2011, ημέρα της γιορτής του Πολυτεχνείου, οι καθηγητές του Γυμνασίου Πέτρας επέλεξαν να παρουσιάσουν τη δεύτερη γιορτή τοπικής ιστορίας. Μαζί με την παρουσίαση των γεγονότων της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου, παρουσιάστηκε η κατάσταση στο νησί και στην περιοχή μας. Το υλικό παρουσίασης στηρίχτηκε σε συνεντεύξεις που πήραν οι μαθητές του σχολείου από ανθρώπους που έζησαν στα χρόνια της δικτατορίας, σε εφημερίδες και βιβλία της εποχής και στο σχολικό αρχείο του Γυμνασίου Πέτρας.
Κήρυξη της δικτατορίας
20 Απριλίου 1967. Είναι βράδυ. Ένα ακόμα ανοιξιάτικο βράδυ σαν όλα τα προηγούμενα. Η Αθήνα κοιμάται. Για μήνες επικρατούσε πολιτική αστάθεια. Οι κυβερνήσεις άλλαζαν κάθε τρεις και λίγο. Υπήρχαν φήμες ότι ο στρατός ετοιμαζόταν να ανατρέψει την κυβέρνηση, όμως τίποτα δεν προμήνυε αυτά που επρόκειτο να γίνουν το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967.
Οι εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου δεν έγιναν ποτέ, γιατί στις 21 Απριλίου του 1967 αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα. Αυτοί έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της Αθήνας κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και έλεγξαν κομβικά σημεία στην Αθήνα. Το ξημέρωμα εκείνο συνελήφθησαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και έκλεισε η Βουλή.
Από τη νύχτα εκείνη χιλιάδες νέοι θα συλληφθούν και θα βασανιστούν στα κρατητήρια της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Από εκείνη τη νύχτα χιλιάδες Έλληνες θα εξοριστούν σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Η Γυάρος, η Μακρόνησος, η Ικαρία και ο Άγιος Ευστράτιος θα γεμίσουν από ανθρώπους που εξορίστηκαν επειδή δε συμφωνούσαν πολιτικά και ιδεολογικά με τους δικτάτορες. Από τη νύχτα εκείνη όλα τα τραγούδια, όλες οι εφημερίδες, όλα τα βιβλία, όλα τα θεατρικά έργα θα πρέπει να ελέγχονται από την κυβέρνηση και να εγκρίνονται πριν δημοσιευθούν. Ό,τι δεν άρεσε στους δικτάτορες ή ό,τι θεωρούσαν πως περνούσε επαναστατικά μηνύματα το διέγραφαν. Όλοι οι Έλληνες πλέον πρόσεχαν τι έλεγαν και σε ποιον το έλεγαν. Το καθεστώς ενθάρρυνε τους πολίτες να καταδίδουν ό,τι τους φαινόταν ύποπτο. Κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν, γιατί οι χωροφύλακες στα χωριά και στις πόλεις μπορούσαν να δέρνουν και να φυλακίζουν όποιον ήθελαν και για οποιοδήποτε λόγο. Οι αντιφρονούντες, δηλαδή όσοι δε συμφωνούσαν με τους δικτάτορες, δεν μπορούσαν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια, δεν μπορούσαν να διοριστούν στο δημόσιο. Αν ήταν ήδη διορισμένοι, απλώς απολύονταν. Πολλοί δάσκαλοι που κρίθηκαν ύποπτοι για επαναστατικές ιδέες, βρέθηκαν εξόριστοι σε νησιά του Αιγαίου ή σε άλλες συνοριακές περιοχές. Συνολικά, συνελήφθησαν περίπου 6.000 πολίτες, που θεωρούνταν επικίνδυνοι για το καθεστώς, που πίστευαν δηλαδή ότι θα εναντιώνονταν στη δικτατορία. Αυτοί που συλλαμβάνονταν ήταν κυρίως αριστεροί, αλλά και άλλων πολιτικών πεποιθήσεων.
Όλα αυτά πείθουν τους Έλληνες να σκύβουν το κεφάλι, να μην αντιδρούν, να φοβούνται και να σωπαίνουν. Όσοι αντέδρασαν φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εξορίστηκαν. Πολλοί πολιτικοί και πνευματικοί άνθρωποι εγκατέλειψαν κρυφά τη χώρα και πήγαν στο εξωτερικό. Εκείνη τη νύχτα προς τα χαράματα της 21ης Απριλίου έκανε επτά ολόκληρα χρόνια για να ξημερώσει.
Η Λέσβος στα χρόνια της δικτατορίας
Η τοπική εφημερίδα της Μυτιλήνης «Δημοκράτης» είχε υπότιτλο πριν τη Δικτατορία ‘Ημερήσια πρωινή πολιτική εφημερίς δημοκρατικών αρχών’. Στη συνέχεια άλλαξε σε ‘Ημερήσια πρωινή πολιτική εφημερίς εθνικών δημοκρατικών αρχών’ και μετά από λίγες ημέρες το όνομα κατέληξε να είναι ‘Ημερήσια πρωινή πολιτική εφημερίς εθνικών αρχών’. Η λέξη «δημοκρατικός» εξαφανίστηκε εντελώς. Η εφημερίδα αυτή υπήρξε στη δεκαετία του 1960 μία κεντρώα εφημερίδα, όμως στα επτά χρόνια της δικτατορίας θα είναι υπέρ του χουντικού καθεστώτος και θα καταδικάζει τις άλλες πολιτικές. Ήταν φανερό σε όλους ότι η εφημερίδα ελεγχόταν από τους στρατιωτικούς και έγραφε μόνο κολακευτικά λόγια για τους δικτάτορες. Μετά την κατάρρευση της Δικτατορίας, η εφημερίδα θα επιστρέψει και πάλι στις δημοκρατικές της ιδέες και θα καταδικάσει τους δικτάτορες για όσα είχαν κάνει. Αυτό αποδεικνύει το ασφυκτικό κλίμα και τη λογοκρισία που επιβλήθηκε.
Η δικτατορία από την αρχή θα καταργήσει 11 εργατικούς συλλόγους στη Λέσβο. Ο νέος νομάρχης Λέσβου, απευθυνόμενος στο λαό της Λέσβου, λέει ότι διακρίσεις δεν θα γίνονται ανάμεσα στους πολίτες, εκτός από τους κομμουνιστές, για τους οποίους δεν υπάρχει ισοτιμία, παρά μόνο όταν μετανοήσουν τις απόψεις τους.
Η Χωροφυλακή Λέσβου ανακοινώνει ότι για συγκεντρώσεις σε κλειστό χώρο, για γιορτές, για δεξιώσεις γάμων και βαφτίσεων θα χρειάζεται άδεια από αυτούς. Σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε συγκέντρωση χωρίς άδεια, παραβιάζεται ο νόμος και οι παραβάτες οδηγούνται σε στρατοδικείο.
Υπήρξαν περιπτώσεις εκπαιδευτικών που ήταν προσηλωμένοι στα δημοκρατικά ιδεώδη και υπέστησαν διώξεις από το χουντικό καθεστώς. Ένας από αυτούς ήταν ο Παναγιώτης Καλδής, ο οποίος απολύθηκε για μια διετία από τις τάξεις των εκπαιδευτικών «λόγω πολιτικών φρονημάτων», δηλαδή επειδή δεν υποστήριζε το χουντικό καθεστώς. Επίσης ο Νότης Παναγιώτου, αγωνιστής της Αντίστασης στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, μετατέθηκε στην Κάρπαθο και στην συνέχεια απολύθηκε με την αιτιολογία ότι ήταν «επικίνδυνος για το κράτος».
Επικίνδυνο ήταν και να φιλοξενήσει κάποιος κομμουνιστές χωρίς να το έχει δηλώσει στην αστυνομία. Σε εφημερίδες της εποχής αναφέρεται η σύλληψη τεσσάρων ατόμων επειδή φιλοξένησαν κομμουνιστές χωρίς να το έχουν δηλώσει. Βέβαια, αν το είχαν δηλώσει, τότε η αστυνομία θα τους είχε συλλάβει.
Ο κομμουνιστής δήμαρχος Απόστολος Αποστόλου συνελήφθη αμέσως με την κήρυξη της δικτατορίας και κατέληξε εξόριστος στο νησί Γιούρα για δύο χρόνια. Επέστρεψε στη Μυτιλήνη δύο χρόνια μετά και πέρασε δύσκολες στιγμές διότι οι συμπολίτες του και οι συγγενείς του φοβόντουσαν να τον πλησιάζουν ή ακόμα και να του μιλήσουν, γιατί κινδύνευαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστές και να εξοριστούν και αυτοί. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Μνήμες» υπήρχαν πολλοί δήμαρχοι που εκδιώχθηκαν από τη θέση τους με την κήρυξη της δικτατορίας.
Οι εφημερίδες της εποχής είναι γεμάτες από δηλώσεις μετανοίας πρώην κομμουνιστών οι οποίοι αποκηρύσσουν τις ιδέες τους και την προηγούμενη δράση τους. Οι δηλώσεις αυτές μοιάζουν αρκετά στο ύφος και στο περιεχόμενο. Συνήθως όσοι κάνουν τέτοιες δηλώσεις αναφέρουν ότι παρασύρθηκαν από νεανική επιπολαιότητα και ότι δε γνώριζαν την αντεθνική δράση των κομμουνιστών, αλλά από τη στιγμή που κατάλαβαν το σφάλμα τους όχι μόνο απορρίπτουν τις κομμουνιστικές και δημοκρατικές ιδέες, αλλά τάσσονται και στο πλευρό του καθεστώτος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να γλιτώσουν την εξορία ή και τη φυλάκιση. Μόνο μετά από αυτή τη δήλωση θα μπορούσαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε κάποιο πανεπιστήμιο.
Επίσης, στις εφημερίδες ανακοινώνονται κάθε τόσο σκληρές τιμωρίες για τους παραβάτες των διαταγών και για όσους τολμούν να εκφράσουν αντίθεση προς το καθεστώς. Στις εφημερίδες της εποχής αναφέρεται η σύλληψη ενός πολίτη στη Βαρειά από τη χωροφυλακή, επειδή στο καφενείο έβρισε τη χωροφυλακή και την Εθνική Κυβέρνηση. Επίσης, αναφέρεται η σύλληψη πολίτη, επειδή άκουγε Βουλγαρικό ραδιοφωνικό σταθμό. Μια άλλη μέρα οι τοπικές εφημερίδες γράφουν ότι κάτοικος της Μήθυμνας και κάτοικος της Μυτιλήνης τιμωρήθηκαν με ένα μήνα φυλακή επειδή δεν ψήφισαν στο δημοψήφισμα στις 29 Σεπτεμβρίου 1969.
Η Διοίκησης Χωροφυλακής της Λέσβου διατάσσει την υποχρεωτική ανάρτηση της ελληνικής σημαίας σε όλα τα καταστήματα και τις κατοικίες από την Ανατολή του ήλιου έως τη δύση του. Απαγορεύεται οι σημαίες να είναι φθαρμένες ή αποχρωματισμένες, πράγμα που αποτελεί ασέβεια προς το εθνικό σύμβολο
Τιμωρία μαθήτριας
Σύμφωνα με τα πρακτικά του Γυμνασίου Πέτρας, ένα μήνα περίπου μετά την κήρυξη της δικτατορίας, και συγκεκριμένα στις 31 Μαΐου 1967, ο σύλλογος των καθηγητών του Γυμνασίου Πέτρας, συνέρχεται για να εξετάσει την υπόθεση μιας μαθήτριας από τον Μόλυβο. Όπως καταγράφεται στο πρακτικό, από το αστυνομικό τμήμα του Μολύβου έφτασε έγγραφο με το οποίο γινόταν γνωστό ότι η μαθήτρια αυτή της τρίτης Γυμνασίου συνελήφθη τρεις ημέρες νωρίτερα επειδή μοίραζε φυλλάδια με συνθήματα κατά της δικτατορίας. Ο σύλλογος των καθηγητών αποφάσισε ομόφωνα να τιμωρήσει την μαθήτρια με την αποβολή της από όλα τα σχολεία της Ελλάδας και να χαρακτηρίσει την διαγωγή της «κακή».
Η πράξη της που επέσυρε αυτήν την τιμωρία ήταν το ότι έριξε προκηρύξεις στο Μόλυβο. Στη συνέντευξη της αναφέρει ότι πηγαίνοντας στην εκκλησία το πρωινό μιας Κυριακής σκόρπισε στο χωριό προκηρύξεις με συνθήματα όπως «Κάτω οι συνταγματάρχες», «Κάτω η χούντα», τις οποίες είχε γράψει από την προηγούμενη ημέρα. Η αστυνομία την ανακάλυψε γρήγορα επειδή είχε εκείνα τα χρόνια επαφές μέσω αλληλογραφίας με ανθρώπους από την ανατολική Ευρώπη. Την συνέλαβαν, την ανέκριναν και την έστειλαν στην Αθήνα, όπου πέρασε από ανακρίσεις και δικάστηκε από στρατοδικείο. Στα υπόγεια κρατητήρια της αστυνομίας άκουγε ξύλο και βογκητά. Την ίδια δεν τη χτύπησαν, αλλά της έβαζαν συνεχώς το όπλο στον κρόταφο, για να τους πει για τυχόν συνεργάτες της. Στο μεταξύ στο σχολείο αποφασίστηκε και ανακοινώθηκε η αποβολή της, για την οποία έμαθε πολύ αργότερα. Οι αστυνομικοί όμως της λέγανε ότι θα συνεχίσει και δε θα χάσει τη χρονιά της. Μετά από αυτή την ποινή δεν μπόρεσε να συνεχίσει το σχολείο.
Η ίδια λέει: «όταν επέστρεψα στο Μόλυβο δεν μας μίλαγε κανένας. Ακόμα και οι συγγενείς μου απέφευγαν να μας συναντήσουν και να μας μιλήσουν και όσο λείπαμε άφησαν τα ζώα μας να ψοφήσουν. Όταν γνώρισα το σύζυγό μου και του έλεγαν οι συγχωριανοί: «που πας με τη κομουνίστρια». Στην επέτειο της 21ης Απριλίου την ανάγκαζαν να ντυθεί ως βλάχα και να πάει στη γιορτή της επετείου στο Βαφειό, για να δείξει ότι μετάνιωσε. Την απειλούσαν ότι αν δεν το έκανε θα έπαιρναν το βοσκότοπο του πατέρας.
Επίσκεψη του Στυλιανού Παττακού στην Πέτρα και στην Μήθυμνα
Στις 12 Νοεμβρίου του 1967 επισκέφτηκε την περιοχή ο Στυλιανός Παττακός. Λίγες ημέρες πριν έφτασε στο σχολείο ανακοίνωση για την επίσκεψη και ορίστηκε να συμμετάσχουν στην υποδοχή οι καθηγητές και οι μαθητές του σχολείου και να δοθεί ανθοδέσμη από μαθήτρια. Την ώρα που ετοιμαζόταν να μιλήσει, κάποιος έβγαλε το καλώδιο, οπότε η ομιλία του στην Πέτρα δεν πραγματοποιήθηκε. Άνθρωποι που ήταν παρόντες μας είπαν: «Θύμωσε πολύ και έφυγε από την Πέτρα, δεν έδωσε καθόλου τα χρήματα που του ζητούσαν για έργα και έφυγε για την ομιλία του στη Μήθυμνα. Όταν επέστρεψε αρνήθηκε θυμωμένος να μιλήσει και έφυγε». Στις εφημερίδες όμως της Λέσβου γράφτηκε ότι ο λαός της Πέτρας τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και θερμές εκδηλώσεις και πουθενά δεν αναφέρθηκε το περιστατικό. Η αυστηρή λογοκρισία για άλλη μια φορά δεν άφησε να γίνει γνωστή η αλήθεια.
Συνεντεύξεις
Πως μάθατε την είδηση ότι έγινε δικτατορία;
—Το μάθαμε από το ραδιόφωνο και από στόμα σε στόμα. Τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις.
—Εγώ ήμουν φοιτητής στην Αθήνα. Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 ακούσαμε θόρυβο από ερπύστριες τανκς και ?κροτάλισμα? πολεμικών όπλων. Τηλεφωνικά από φίλους μάθαμε για τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Τι σκεφτήκατε και ποια ήταν τα συναισθήματά σας;
—Ήμουν μικρή όταν έγινε η δικτατορία, ήμουν 15 χρονών, ξέραμε όμως ότι δεν ήταν καλό για τον τόπο και το λαό.
—Σκεφτήκαμε ότι μπαίναμε σε ένα σκληρό καθεστώς διακυβέρνησης. Νιώθαμε ότι δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να εκφράσουμε την άποψή μας.
Σας ξάφνιασε το γεγονός ή το περιμένατε;
—Μας ξάφνιασε, δεν το περιμέναμε ούτε εμείς ούτε οι μεγάλοι.
— Εγώ δεν ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που σχηματίστηκε στρατιωτική κυβέρνηση. Πριν τη δικτατορία υπήρχε ακυβερνησία γιατί κάθε λίγο άλλαζαν οι κυβερνήσεις.
Τι θυμόσαστε από την εποχή της δικτατορίας;
—Θυμάμαι πως ο κόσμος ήταν φοβισμένος, δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του. Φοβούνταν κυρίως οι αριστεροί για τους οποίους υπήρχαν φάκελοι. Ήξεραν πως οτιδήποτε έλεγαν κατά της δικτατορίας θα τους οδηγούσε στη φυλακή και στην εξορία.
—Η εποχή εκείνη ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Έγιναν συλλήψεις και εξορίες των κομμουνιστών, κακομεταχείριση όσων δεν συναινούσαν με το στρατιωτικό καθεστώς. Παρακολουθήσεις και συλλήψεις προσώπων και συνεχής εποπτεία από πρόσωπα που ήταν διορισμένα γι?αυτή τη δουλειά. Σε άλλους έγιναν συστάσεις για υπακοή στο καθεστώς. Παντού κυκλοφορούσαν ρουφιάνοι και κόλακες της χούντας, έτοιμοι να σε καρφώσουν με την παραμικρή τους κίνηση.
Τι συμπεριφορά είχαν οι άνθρωποι του καθεστώτος;
—Οι άνθρωποι του καθεστώτος παρουσιάζονταν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έλεγαν ότι χάρη σ? αυτούς η Ελλάδα πάει μπροστά, συμπεριφέρονταν σα να ήταν οι τέλειοι αρχηγοί, οι τέλειοι ηγέτες, ο λαός όμως είχε διαφορετική γνώμη.
—Η συμπεριφορά των ανθρώπων του καθεστώτος ήταν αυταρχική και απειλητική. Φέρονταν αλαζονικά. Βρήκαν την ευκαιρία άνθρωποι αγράμματοι και αφανείς να ξεσαλώσουν και να βγάλουν τα απωθημένα τους.
Υπήρχαν διακρίσεις κατά συγχωριανών σας και από ποιους γίνονταν;
—Υπήρχαν πολλές διακρίσεις σε πολιτικό επίπεδο και γινόταν από τις αρχές του χωριού, τους υπαλλήλους της αρχής οι οποίοι ήταν διορισμένοι από την δικτατορία.
—Τους αριστερούς τους κοιτούσαν πάντα οι αστυνομικοί με μισό μάτι. Στις δημόσιες υπηρεσίες δεν διορίζονταν δημοκρατικοί πολίτες.
Τι θυμόσαστε από την επίσκεψη του Στυλιανού Παττακού στην Πέτρα;
—Οι αρχές του χωριού προσπάθησαν να φέρουν με κάθε τρόπο κόσμο από τα γύρω χωριά για εκείνη τη μέρα για την υποδοχή του Παττακού για να δείξουν ότι είναι αποδεκτοί από όλους. Στην Πέτρα έκοψαν το καλώδιο του μικροφώνου απ? όπου μιλούσε ο Παττακός, πράγμα που τον έκανε να θυμώσει και να διακόψει την ομιλία του.
—Θυμάμαι ότι όταν του είπανε στους συνεταιρισμούς της περιοχής ότι το λάδι έχει πολύ χαμηλή τιμή και είναι πιο φτηνό από τα φιστίκια, είπε να φυτέψουν φιστικιές αντί για ελιές, αυτό βέβαια ήταν γελοίο γιατί δεν γίνεται να βγουν οι ελιές για να μπουν φιστικιές.
Τι περισταστικά θυμόσαστε από το δημοψήφισμα του 1973;
—Υπήρχε στην Πέτρα κλίμα τρομοκρατίας. Ανάγκασαν τους πετρανούς να ψηφίσουν φανερά, χωρίς να κρύβονται στο παραβάν. Θυμάμαι ότι ανάγκασαν όλο τον κόσμο να ψηφίσει υπέρ της δικτατορίας, γιατί ήθελαν να φανούν πως είναι δημοκρατικοί. Έδωσαν διαταγή να αλλοιωθούν τα αποτελέσματα και βγήκε 99% «Ναι», πράγμα απίστευτο.
— Ήταν ένα αναγκαστικό δημοψήφισμα με σκοπό να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη δικτατορία και παρόλο που το αποτέλεσμα βγήκε αρνητικό προσπάθησαν με κάθε τρόπο να το βγάλουν θετικό. Στα εκλογικά κέντρα υπήρχαν απ? έξω άτομα του καθεστώτος που προσπαθούσαν με απειλές και εκφοβισμούς να καταφέρουν το ψηφοφόρο να ψηφίσει θετικά.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ,
17 Νοεμβρίου 1973.
Η χούντα αντιλαμβάνεται τις ιδέες για ελευθερία που κυριαρχούν στα πανεπιστήμια και κάνει προσπάθειες να ελέγξει τους φοιτητές. Απαγόρευσε τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, ανάγκασε πολλούς φοιτητές να σταματήσουν τις σπουδές τους και με το πρόσχημα ότι πρέπει να κάνουν τη στρατιωτική θητεία τους έστειλε σε στρατόπεδα στα σύνορα, όπως για παράδειγμα στο στρατόπεδο του Μανταμάδου και της Πέτρας.
Αυτές οι ενέργειες προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις των φοιτητών. Ένας φοιτητής Γεωλογίας, ο Κώστας Γεωργάκης, αυτοπυρπολήθηκε δημόσια στην Γένοβα της Ιταλίας σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη χούντα. Το Φεβρουάριο του 1973 έγινε η κατάληψη της νομικής σχολής Αθηνών κατά την οποία 4.000 φοιτητές καταλαμβάνουν το κτήριο της Νομικής και καλούν τον λαό να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους. Στις 20 Μαρτίου οι φοιτητές προχώρησαν σε δεύτερη κατάληψη, αλλά η αστυνομία εισέβαλε στην σχολή και αφού ξυλοκόπησε, συνέλαβε αρκετούς φοιτητές. Ο δρόμος για το Πολυτεχνείο είχε ανοίξει.
Στις 14 Νοεμβρίου 1973 χιλιάδες φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και από εκεί κατευθύνθηκαν προς το Πολυτεχνείο και κλείστηκαν μέσα σε αυτό. Οι πολίτες στήριζαν τους φοιτητές δίνοντάς τους τρόφιμα, γραφική ύλη και φάρμακα. Το βράδυ μπήκε σε λειτουργία για πρώτη φορά ο σταθμός των “Ελεύθερων Πολιορκημένων”.
Την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου οι αστυνομικοί και τα τανκς άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία δεν άργησαν να γίνουν ενώ στις 7 μ.μ. ανακοινώθηκε και ο πρώτος νεκρός των συγκρούσεων. Ο κόσμος διαλύθηκε βίαια ενώ ο καπνός από τα δακρυγόνα έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Στη 1:30 μ.μ. ο επικεφαλής του τάγματος του στρατού έδωσε διορία να εγκαταλείψουν το κτήριο. Οι φοιτητές αρνήθηκαν και παρέμειναν φωνάζοντας συνθήματα όπως “Κάτω η Χούντα”. Στις 2:50 π.μ. ο επικεφαλής διέταξε το τανκ να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου. Ταυτόχρονα εισέβαλαν άντρες των ειδικών δυνάμεων στο χώρο του Πολυτεχνείου χτυπώντας όποιον έβρισκαν. Οι απλοί φαντάροι βοηθούσαν τους φοιτητές να φύγουν από το Πολυτεχνείο αλλά η αστυνομία περίμενε στα στενά για να δείρει όσους μπορούσε και προλάβαινε. Μέσα σε λίγη ώρα το κτήριο είχε αδειάσει.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν να συλληφθούν πάνω από 2400 άτομα οι οποίοι ξυλοκοπήθηκαν άγρια από την αστυνομία. Από αυτούς οι 74 ήταν μαθητές γυμνασίου. Σκοτώθηκαν επισήμως 23 άτομα, αν και ακόμα και σήμερα δε γνωρίζουμε ακριβώς τους αριθμούς, γιατί η δικτατορία φρόντισε να καταστρέψει τα αρχεία. Τραυματίστηκαν δεκάδες άτομα και όσοι τραυματίες πήγαν στο νοσοκομείο, τους περίμεναν εκεί αστυνομικοί, για να τους βασανίσουν και να τους ξυλοκοπήσουν.
——————————————-
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ.
Ο τότε διοικητικός υπάλληλος του νοσοκομείου κ. Κυριάκος Χουχουλιδάκης , θυμάται:
«Όταν έφτασα στο νοσοκομείο είδα το προαύλιο γεμάτο από δεκάδες αστυνομικούς. Με το που έμπαινες ορμούσαν πάνω σου με άγριες διαθέσεις. Τα περιστατικά έρχονταν σωρηδόν. Έπεφτε πολύ ξύλο, δέρνανε ανηλεώς. Είδα αστυνομικούς της φρουράς του νοσοκομείου να χτυπούν αλύπητα.»
Το ξημέρωμα της 17 Νοεμβρίου θα βρεθεί εκεί και η τότε νεαρή διοικητική υπάλληλος του νοσοκομείου, κυρία Βάσω Σταθοπούλου, η οποία λέει:
«Στο νοσοκομείο έφτασα το πρωί. Έξω από το νοσοκομείο μητέρες έκλαιγαν, παρακαλούσαν τους αστυνομικούς να τις αφήσουν να περάσουν, να δουν τα παιδιά τους. Ακόμη κι εμένα, όταν τους έδειξα την ταυτότητά μου, με χίλια παρακάλια με άφησαν να μπω. Έψαχνα να βρω τα αδέρφια μου, αλλά δεν μπορούσα, γινόταν πανζουρλισμός. Παρακάλεσα ένα γνωστό μου γιατρό να πάει μέσα στα ιατρεία και στους θαλάμους να ψάξει, να δει. Έμενα δε μου επέτρεπαν να μπω μέσα. Όταν γύρισε, ήταν κατακίτρινος. Είχε δει το διοικητικό διευθυντή του νοσοκομείου να χτυπάει με ένα βούρδουλα τον κόσμο. Αστυνομικούς με μπλούζες ιατρικές να ορμάνε στους θαλάμους και να ξηλώνουν τους ορούς των ασθενών, να δέρνουν τραυματίες πάνω στα φορεία, να τους σέρνουν στους διαδρόμους.»
Μία από τις πρώτες ενέργειες των γιατρών ήταν να δημιουργήσουν έναν διάδρομο διαφυγής των ασθενών τους. «Πίσω από το χειρουργικό ιατρείο, υπήρχαν δύο αίθουσες. Σε μία από αυτές, βάλαμε από την εξωτερική πλευρά, κάτω από το παράθυρο, ένα γραφείο, και από εκεί, μέσω μίας γειτονικής ράμπας πήγαινες κατευθείαν στο νοσοκομείο «Σωτηρία», αναφέρει ο κύριος Θ. και προσθέτει: «Εκεί, και δύο διμοιρίες να σε έψαχναν απ? το πρωί ως το βράδυ, δεν σε έβρισκαν».
Πολλοί γιατροί του νοσοκομείου αποφάσισαν να α παραποιούν τα στοιχεία ταυτότητας και την ηλικία των ασθενών τους, όπως επίσης και τις ιατρικές γνωματεύσεις τους, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τους αστυνομικούς, που έκαναν άνω-κάτω ακόμη και τα μητρώα του νοσοκομείου για να εντοπίσουν τους φοιτητές. Παράλληλα οι γιατροί φρόντιζαν να απαλλάξουν τους ασθενείς τους από κάθε επιβαρυντικό στοιχείο που έκρυβαν στις τσέπες τους. «Τους ρωτάγαμε εάν έχουν μαζί τους προκηρύξεις. Όσοι είχαν, τις παίρναμε και τις πετάγαμε μέσα στον κάδο με τις ματωμένες γάζες, τα ρυπαρά υλικά και τους μισοτελειωμένους ορούς. Γιατί οι αστυνομικοί έρχονταν ακόμη και μέσα στα χειρουργεία και έψαχναν. Εκεί όμως ούτε το μάτι τους δεν έριχναν γιατί σιχαίνονταν τα αίματα».
—————————————————–
Το μεσημέρι της 18 Νοέμβρη 1973, ο ταγματάρχης Ντερτιλής βρίσκεται με το υπηρεσιακό τζιπ έξω από την κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου. Απέναντι, οι αστυνομικοί χτυπούν ένα νεαρό, που προς στιγμήν τους ξεφεύγει. Ο Ντερτιλής βγάζει από το μπουφάν το περίστροφο και πυροβολεί το νεαρό. Ο νεαρός αυτός ήταν ο εικοσάχρονος Μιχάλης Μυρογιάννης από τη Μυτιλήνη. Ο Αντώνης Αγριτέλης που ήταν οδηγός του Ντερτιλή, είπε στην κατάθεσή του ότι «Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο» και μετά συνεχίζει: «Μετά το φόνο ο Ντερτιλής σαν να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε στο τζιπ και χτυπώντας με στην πλάτη και μου είπε: “Με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!”». Ο Μιχάλης Μυρογιάννης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν πέθανε την ίδια ημέρα. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο του Ζωγράφου στην Αθήνα. Σήμερα, στο πάρκο της Μυτιλήνης υπάρχει τιμητικός ανδριάντας με το όνομά του. Κάθε 17 Νοεμβρίου οι φοιτητές και οι τοπικοί άρχοντες καταθέτουν λουλούδια στον ανδριάντα αυτό για να τον τιμήσουν.